Πλούσιο κράτος, φτωχοί πολίτες που ζουν με επιδόματα, δανεικά και χάρη στην παραοικονομία και την φοροδιαφυγή:
Αυτή είναι η εικόνα που σχημάτισαν οι ελεγκτές της τρόικας και αποτυπώνεται στην έκθεση για την τέταρτη αξιολόγηση δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η έκθεση, που για εύλογους λόγους δόθηκε στην δημοσιότητα μετά την υπερψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος από την Βουλή, σκιαγραφεί τις παθογένειες που δημιούργησε το πελατειακό πολιτικό σύστημα της χώρας και αμφισβητεί ευθέως την δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα.
Η ελληνική κυβέρνηση, λένε οι δανειστές μας, διαθέτει ένα από τα πλουσιότερα χαρτοφυλάκια περιουσιακών στοιχείων στην ΕΕ, που περιλαμβάνει εγγεγραμμένες και μη επιχειρήσεις, παραχωρήσεις και μεγάλη ακίνητη περιουσία.
Σύμφωνα με την έκθεση της ντροπής για τους αιρετούς διαχειριστές αυτής της τεράστιας περιουσίας, όχι μόνο δεν έχουν υπάρξει οι προϋποθέσεις για δημιουργία εσόδων, αλλά επιπλέον οι δημόσιες επιχειρήσεις δημιουργούν συνεχώς ελλείμματα και επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος.
Κατόπιν τούτου – και δεδομένου ότι δεν φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή προοπτική να αποκτήσει ξαφνικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα την ικανότητα να εκμεταλλευθεί αυτόν τον πλούτο – οι ταχύτατες αποκρατικοποιήσεις και πωλήσεις δημόσιας περιουσίας, προκειμένου να υπάρξουν επενδύσεις, ανάπτυξη και προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας, θα ανατεθούν σε ανεξάρτητους μάνατζερς.
Στην έκθεση αναφέρεται πως ήδη έχουν εντοπιστεί τα περιουσιακά στοιχεία που θα αποκρατικοποιηθούν ή πωληθούν.
Εγχείρημα που, όπως επίσης υπογραμμίζεται, δεν θα έλθει σε πέρας από την κυβέρνηση (που υποτίθεται πως έχει εκλεγεί για να κυβερνά και να κάνει όλες τις δουλειές), αλλά από το Ταμείο των Ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο θα διοικείται από «ανεξάρτητο διοικητικό συμβούλιο, αποτελούμενο από επαγγελματίες».
Με λίγα λόγια, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν θα διορίζονται με το παλαιό σύστημα (κομματικοί και πολιτικοί φίλοι, ανίδεοι κομματάρχες που όλοι οι υπουργοί θέλουν να βολεύουν σε διάφορα πόστα), αλλά από γνώστες του αντικειμένου και με την παρουσία εκπροσώπων της τρόικας που θα παρακολουθεί μέσω αυτών την πρόοδο του εγχειρήματος.
Για άλλη μια φορά υπογραμμίζεται πως η επιτυχία του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος εξαρτάται από την εφαρμογή του – το ίδιο άλλωστε επαναλαμβάνουν μονότονα οι πάντες.
Και επ’ αυτού σπεύδουν να προσθέσουν πως υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι, που, αν δεν αντιμετωπιστούν, θα τεθεί υπό αμφισβήτηση συνολικά η επιτυχία του προγράμματος – με αποτέλεσμα να μην αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα και να μην εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Γι’ αυτό και ιδιαίτερα έμφαση δίνει η τρόικα όχι μόνο στην «πολιτική και κοινωνική συναίνεση», αλλά και στην ανάγκη για ενισχυμένη «τεχνική βοήθεια».
Είναι σαφές πως μετά από είκοσι και πλέον μήνες παραμονής στην Ελλάδα, έχουν αντιληφθεί πως μόνοι τους αυτοί που κυβερνούν δεν μπορούν να φέρουν σε πέρας κανένα εγχείρημα.
Από την έκθεση προκύπτει επίσης πως ο τρόπος με τον οποίο γίνεται μέχρι σήμερα η διαχείριση, οδηγεί σε αδυναμία εξασφάλισης της κοινωνικής συνοχής.
Σημειώνεται μάλιστα πως η μείωση του υπερβολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και η βελτίωση της αποδοτικότητας των δημοσίων επιχειρήσεων θα οδηγήσει στην βελτίωση των κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Τι σημαίνει αυτό; Μα και πάλι ότι υπάρχει πλήρης ανικανότητα διαχείρισης, γεγονός που οδηγεί στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού.
Σε άλλο σημείο, το λέει ξεκάθαρα: Οι καθυστερήσεις ακόμη και στην ίδια την επεξεργασία του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος μαρτυρούν τις αυξανόμενες δυσκολίες της κυβέρνησης «να διατυπώσει και να ενισχύσει συλλογικά τις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις».
Αλλά και οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων «αντανακλούν τους περιορισμούς της δημόσιας διοίκησης και τα εμπόδια στον πολιτικό συντονισμό».
Και αφού δεν υπάρχει ούτε πολιτικός συντονισμός, συζητείται η δημιουργία πλήρους υποκατάστασης των πολιτικών (που εκλέγονται και πληρώνονται γι’ αυτό) με… project managers για όλες τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις (αγορά εργασίας, αγορά αγαθών και υπηρεσιών, fast track).
Είναι προφανές ότι και το fast track που αναγγέλθηκε εν χορδαίς και οργάνοις έχει αποτύχει, όπως υπονοείται στην έκθεση, καθώς τοποθετείται μεταξύ των τομέων που θα χρειαστούν έναν ή περισσότερους project managers.
Μάλιστα, αναφέρεται ότι συζητείται να ανατεθεί σε «εσωτερική επιτροπή» η ανάπτυξη, χρήση και δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων για κάθε διαρθρωτική μεταρρύθμιση σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Όλα αυτά, βέβαια, υπό την αίρεση ότι θα σταθεί δυνατόν να υλοποιηθούν. Διότι, με δεδομένο, σύμφωνα με την έκθεση, ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για πολλά ακόμη χρόνια, είναι πιθανόν να υπάρξουν «αρνητικές εξελίξεις που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν».
Η τρόικα αναφέρει επίσης ότι το κόστος δανεισμού από τις αγορές παραμένει απαγορευτικό τονίζοντας ότι ο σκεπτικισμός των αγορών σχετίζεται με τις αμφιβολίες που διατυπώνονται για τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της κοινωνίας να πετύχουν τη δημοσιονομική σταθεροποίηση και να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να αγοράζουν χρόνο και έτσι αποφάσισαν το Σάββατο με τηλεδιάσκεψη – αντί συνάντησης - την εκταμίευση της 5ης Δόσης μέχρι τις 15 Ιουλίου.
Και επειδή οι αμφιβολίες παραμένουν και καταγράφονται στην έκθεση της τρόικας – τόσο ως προς την εφαρμογή των μέτρων, όσο και ως προς τις «απρόβλεπτες εξελίξεις» - ο Σόιμπλε επανήλθε και μιλώντας στον «Σπήγκελ», δήλωσε πως θεωρεί απίθανη μια χρεοκοπία της Ελλάδας, αλλά καλού κακού έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα και γι’ αυτό το απευκταίο ενδεχόμενο.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι δηλώσεις που έκανε το Σάββατο ο Πολωνός υπουργός Οικονομικών – και προεδρεύων του Ecofin από την 1η Ιουλίου- που εκφράζει τις αμφιβολίες του για τους χειρισμούς της ΕΕ, καθώς δίνεται μεγάλη έμφαση στη λιτότητα και ελάχιστη στην ανάπτυξη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη ήδη ακούγονται φωνές σχετικά με την παραπληροφόρηση και την μη αντικειμενική ενημέρωση των ευρωπαϊκών λαών – και ειδικά των Γερμανών – για την βοήθεια προς την Ελλάδα.
Ο Γερμανός πρώην υπουργός των Οικονομικών Τέο Βάιγκελ, ζήτησε από την γερμανική κυβέρνηση και την ΕΚΤ να ενημερώσουν καλύτερα τους Γερμανούς φορολογουμένους, καθώς, όπως είπε, «μέχρι στιγμής δεν έχουμε δώσει ούτε ένα ευρώ από τα χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων. Το μόνο που έχουμε δώσει είναι εγγυήσεις και αυτό θα πρέπει να το πούμε στους πολίτες».
Υπογράμμισε μάλιστα πως αυτό το έλλειμμα ενημέρωσης (που προφανώς έχει σκοπιμότητες) κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα την ΕΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου