Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Ένας Αη-Βασίλης που ήταν εγωιστής… – Διήγημα της Μαρίας Δήμα


Τέρμα τα άσκοπα ταξιδάκια απ’ τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Ήταν αρκετά μεγάλος πια για όλη αυτή τη χρονοβόρα διαδικασία. Και η τιμή της άδειας κυκλοφορίας του ελκήθρου είχε εκτοξευθεί τόσο πολύ, που αν και άγιος, δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στον κυκεώνα της φορολογίας. Άσε που ήταν κι αυτή η γελοία παράδοση που κάθε χρόνο τον ανάγκαζε να μπαινοβγαίνει απ’ τις καμινάδες. Πόσες φορές είχε κάψει την κόκκινη βαμβακερή φορεσιά του και αναγκάστηκε να πάρει καινούργια… πόσες φορές η στρουμπουλή και χορτάτη κοιλίτσα του είχε σφηνωθεί μέσα στις στενές καμινάδες των σπιτιών… όμως εκείνος, εκεί. Κάθε 31 Δεκέμβρη παρών στο καθήκον του.
Απόψε, λοιπόν, παραμονές Χριστουγέννων -νωρίς ακόμα για το ταξίδι του-, ο Άη Βασίλης έχει μόλις τελειώσει με το βραδινό φαγητό και διαβάζει την εφημερίδα του στο ξύλινο τραπεζάκι της κουζίνας, ενώ η γυναίκα του κουβαλάει ξύλα για το τζάκι. Το φως μέσα στο δωμάτιο ήταν περιορισμένο, επειδή ο Άη Βασίλης είχε συνηθίσει στο σκοτάδι τόσα χρόνια. Μα κάθε χρόνο οι άνθρωποι τον έσπρωχναν στα πιο απόκρυφα ντουλάπια της ψυχής τους, εκεί που δεν υπήρχε καθόλου φως και αγάπη, και τον ανέσυραν μια μέρα το χρόνο, όταν είχαν να λάβουν απ’ αυτόν κάποιο δώρο ή κάποιο χρηματικό ποσό. Το τι πράγματα τρελά διάβαζε σ’ αυτά τα γράμματα που του έστελναν, δεν μπορεί να το συλλάβει ανθρώπινος νους. Πρώτα τα λεφτά, μετά η δουλειά, και μετά από πολλές άλλες επιδιώξεις, ερχόταν τελευταία και καταϊδρωμένη η αγάπη. Έτσι, λοιπόν, είχε συνηθίσει στο σκοτάδι τους, γιατί το φως τους του έπεφτε πολύ βαρύ.


Η μικρή τηλεόραση που υπήρχε πάνω σ’ ένα παλιό τραπεζάκι-αντίκα, ακουγόταν χαμηλόφωνα. «23 οι νεκροί στη Μάνδρα. Έκκληση για τρόφιμα, είδη ρουχισμού, είδη πρώτης ανάγκης. Κάθε βοήθεια δεκτή και πολύτιμη. Παρακαλούμε μην αγνοείτε την κραυγή των απεγνωσμένων συνανθρώπων σας, έρχονται μέρες γιορτινές», εκφωνούσε με μια «σπασμένη» και τρεμάμενη φωνή η δημοσιογράφος του βραδινού δελτίου ειδήσεων.
Η σύζυγος του Άη-Βασίλη, αφού άναψε τη φωτιά στο τζάκι, έβαλε ένα ποτηράκι κρασί και κάθισε κι εκείνη στο τραπέζι με τον άντρα της.
«Βρε Βασίλη, δεν αφήνεις τα πείσματα επιτέλους; Κοίτα τι γίνεται στον κόσμο. Πόσες χαρές νομίζεις ότι έχουν απομείνει πλέον στους ανθρώπους; Αν τους αφήσεις κι εσύ, αν χάσουν και τη δική σου αγάπη, τι άλλο τους μένει απ’ το να παραδοθούν στην κακιά τους μοίρα μια ώρα πιο νωρίς;», του είπε και έβαλε λίγο κρασί και στο δικό του ποτήρι που ήταν άδειο.
«Ωχ βρε γυναίκα! Πάψε συνέχεια να λες το ίδιο πράγμα! Δεν έχω να πάω πουθενά. Δεν είναι αυτά τα πράγματα για μένα ακόμα. Να πάει κανένας άλλος, απ’ αυτούς που προσκυνάνε εκεί κάτω και να τους φέρει ό,τι επιθυμούν. Αγανάκτησα πια», της είπε και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του.
«Έχεις κανένα μελομακάρονο; Η αγανάκτηση μου ανοίγει την όρεξη», συμπλήρωσε.
Η γυναίκα του τον κοίταξε με τη γωνία του ματιού της, μ’ ένα βλέμμα που φύλαγε μόνο για εξεζητημένες περιπτώσεις παρακοής του αγίου.
«Τι μελομακάρονο, βρε, που αν με δουν στο δρόμο οι Άγιοι Ανάργυροι δε θα ‘χω μούτρα να τους αντικρίσω! Σου είχαν βρει αυξημένο ζάχαρο και σου είπαν όχι γλυκά, όχι ψωμιά και μακαρόνια. Εσύ, όμως, σαν να σου ‘παν φάε όσα πιο πολλά μπορείς!».
«Ε, αφού λέτε ότι δεν είμαι καλά, αφήστε με στην ησυχία μου και μην επιμένετε να πάω σ’ αυτούς που θέλουν να λέγονται άνθρωποι. Εγώ, γυναίκα, πάντα τους έβλεπα να κάνουν λάθη και δε μίλαγα.
Πάντα με θυμούνταν δυο φορές το χρόνο και δε με πείραζε. Μπορεί μ’ εμάς να μην ήταν εντάξει, αλλά μεταξύ τους, τουλάχιστον, υπήρχε μια κάποια συνεννόηση. Τώρα τι γίνεται; Πάρε παράδειγμα εκείνη τη χώρα που είχα τρακάρει πέρσι το έλκηθρο μ’ έναν φορτηγατζή», της είπε και άφησε την εφημερίδα του στο τραπέζι.
«Την Ελλάδα λες;», τον ρώτησε.
«Ναι, Ελλάδα νομίζω ότι τη λένε. Τι γίνεται, λοιπόν, εκεί, ξέρεις;».
«Ξέρω. Δεν περνάει καλά ο κόσμος. Κάτι με τα λεφτά νομίζω ότι συμβαίνει. Δεν έχουν λεφτά, ίσως», απάντησε η γυναίκα του.
«Δεν είναι τόσο απλό, καλή μου, όπως το φαντάζεσαι. Όπως και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, έτσι και στην Ελλάδα ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται τον άνθρωπο. Κι έτσι, ούτε λεφτά έχουν οι απλοί άνθρωποι -γιατί τα λεφτά τα έχουν οι άλλοι, οι δυνατοί-, ούτε θέληση και αντοχή για να αλλάξουν τη μοίρα τους. Όλη μέρα ασχολούνται με κάτι μηχανήματα με κουμπιά, και με ό,τι λογής παλαβομάρα μπορείς να φανταστείς. Πού χρόνος για τον εαυτό τους, για μένα, για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά;», της απάντησε και έπιασε ξανά την εφημερίδα του.
Την ίδια στιγμή, στο ίδιο δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, η δημοσιογράφος είχε αλλάξει θέμα.
«Με τη μορφή κοινωνικού μερίσματος θα επιστρέψει η κυβέρνηση σε μερίδα των πολιτών την περίσσεια από τη φορολογία που είχε εισπράξει απ’ αυτούς. Σπεύσατε να ελέγξετε τα στοιχεία σας, διότι μπορεί να είστε κι εσείς απ’ τους τυχερούς που το δικαιούνται! Ας αλλάξουμε θέμα, όμως, τώρα. Σε σκάνδαλο εμπορίας όπλων φέρεται να εμπλέκεται η ελληνική κυβέρνηση, η οποία κατηγορείται πως πωλούσε όπλα στη Σαουδική Αραβία, συντηρώντας έτσι το πολεμικό κλίμα και το χαμό των αμάχων γυναικών, παιδιών και γερόντων. Η συνέχεια θα είναι καθοριστική…».
Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε όρθιος και ξεκίνησε να περπατάει νευρικά δεξιά κι αριστερά στο δωμάτιο, ενώ τα μάτια του φαίνονται βουρκωμένα. Όχι, δεν μπορούσε να πιστέψει σ’ όλα αυτά. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που του έστελναν αυτά τα όμορφα και ευαίσθητα γράμματα, ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που δημιουργούσαν τέτοιες καταστάσεις πάνω στη γη είτε με την πλεονεξία τους, είτε με την αδιαφορία τους. Δεν ήταν εύκολο να αποδεχτεί ότι ερχόταν Πρωτοχρονιά και η αγάπη στις καρδιές των ανθρώπων θα κρατούσε για δυο μέρες μόνο. Αν κρατούσε και τόσο, δηλαδή.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και βγήκε στο μικρό μπαλκονάκι που είχε φτιάξει ο ίδιος πριν πολλά χρόνια. Κοίταξε τ’ αστέρια που φαίνονταν όσο καμία άλλη βραδιά, και έκανε ένα «χα» στον παγωμένο αέρα. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να τους αφήσει μόνους τους. Δεν ήθελε να τους ξεχάσει γιατί ανάμεσά τους υπήρχαν και υπέροχες ψυχές.
«Εκεί, σ’ αυτήν τη Μάνδρα έδωσαν τεράστια μάχη. Πόσοι άραγε ήταν αυτοί που μπήκαν μέσα στα ορμητικά νερά για να σώσουν κάποιον δικό τους; Πόσα παιδιά άραγε θα μείνουν τώρα χωρίς ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους; Αλλά και πόσοι στερήθηκαν ένα μπουκάλι γάλα για να το στείλουν σ’ εκείνους που έχασαν τα πάντα; Δεν μπορώ να τους εγκαταλείψω, τους αγαπάω. Στην πραγματικότητα, δε διαφέρουν καθόλου από μένα».
Όση ώρα αναφωνούσε αυτά τα λόγια, περπατούσε δεξιά κι αριστερά στη μικρό ισόγειο μπαλκονάκι του, φορώντας τις πιζάμες που του είχε κάνει πέρσι δώρο ένα απ’ τα ελάφια του. Εκείνη τη στιγμή, τον πλησίασε το μικρότερο απ’ αυτά, ο Γιαννάκης.
«Ε, Γιαννάκη! Τι κάνεις εσύ; Δεν κοιμήθηκες ακόμα;», του είπε και του χάιδεψε τ’ αυτιά.
«Όχι Αη-Βασίλη, περιμένω πώς και πώς να ξεκινήσω το πρώτο ταξίδι μου μαζί σου σε λίγες μέρες.
Περιμένω να δω πώς είναι ο κόσμος εκεί κάτω», του είπε και κάθισε στα πόδια του.
«Πίστεψέ με, Γιαννάκη, αν δεις μια φορά, δε θα θες να ξαναδείς δεύτερη», του απάντησε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
«Μα γιατί το λες αυτό; Ο πατέρας μου που τώρα έχει πάρει σύνταξη και το μόνο με το οποίο ασχολείται είναι το ελαφοποδόσφαιρο και το ελαφοκουνκάν, μου είχε πει πως είχε δει πανέμορφα πράγματα εκεί κάτω», του απάντησε με παιδική ειλικρίνεια ο Γιαννάκης.
«Δηλαδή;», τον ρώτησε ο Αη-Βασίλης.
«Είχε δει, λέει, πολύ όμορφα τοπία, με δέντρα, πεταλούδες και θάλασσες», του απάντησε.
«Αυτά τα έχουμε κι εδώ», του είπε ο Άη-Βασίλης.
«Ναι, αλλά εδώ δεν έχουμε ανθρώπους. Εκτός απ’ αυτούς που κάνουν πολέμους, ακόμα και οικονομικούς, υπάρχουν και άλλοι. Οπτικά μπορεί να είναι παρόμοιοι, αλλά διαφέρουν τόσο πολύ.
Είναι αυτοί που σε άκουσα να λες πριν ότι διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να σώσουν το γονιό, το παιδί, ή το φίλο τους μέσα στην πλημμύρα ή την πυρκαγιά. Φροντίζουν παιδιά που δε γέννησαν, αλλά έμαθαν να τ’ αγαπούν το ίδιο με τα δικά τους. Στερούνται υλικά για να τα δώσουν στο διπλανό τους που μπορεί να μην έχει. Φροντίζουν γέροντες ξεχασμένους απ’ τους δικούς τους κι απ’ το Θεό. Ξέρουν ν’ αγαπάνε και να γίνονται μια γροθιά στις δυσκολίες. Ξέρουν πώς είναι να σου κόβονται τα πόδια απ’ την κούραση, κι όμως συνεχίζουν να δουλεύουν για να χαρίσουν χαμόγελο στο διπλανό τους. Και τα καταφέρνουν. Κι αν περνάνε δύσκολα οικονομικά, η ψυχή τους δεν έγινε ζητιάνα. Είναι ακόμα στη θέση της, στέκεται αγέρωχη και μας λέει ότι μπορεί να την κλωτσάνε διάφοροι, αλλά αυτή θα αντέξει. Αυτοί δε σου ζητάνε να τους θυμηθείς. Είναι χρέος σου να τους θυμηθείς. Ξεχνάς από πού ξεκινήσαμε κι εμείς;», του είπε ο Γιαννάκης και στάθηκε στα τέσσερά του πόδια.
«Εμείς έχουμε ετοιμάσει τα πράγματα, έχουμε φορτώσει το έλκηθρο, κι αν δεν έρθεις μαζί μας θα κηρύξουμε επανάσταση και θα κατέβουμε στη γη για πρώτη χρονιά μόνοι μας. Θα σε δείξουν οι ειδήσεις», συνέχισε.
Ο Άη-Βασίλης σάστισε. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν επαναστατήσει εναντίον του τα ελάφια του. Ταρακουνήθηκε και η ματιά του έλαμψε.
«Περίμενε εδώ», του είπε και έκανε να μπει μέσα στο σπίτι του.
«Δεν έχω χρόνο. Πρέπει να φύγουμε απόψε με τα υπόλοιπα ελάφια. Έχουμε πολλή δουλειά στη Μάνδρα μέχρι την Πρωτοχρονιά», του απάντησε ο Γιαννάκης.
«Περίμενε, σου λέω!», του απάντησε ο Άη-Βασίλης και μπήκε μέσα στο σπίτι του γρήγορα.
«Γυναίκα! Τη στολή γρήγορα! Και ένα κιλό μελομακάρονα για καύσιμα. Κατεβαίνω γη με τα ελάφια και επιστρέφω σε κανα δεκαπενθήμερο!», φώναξε πετώντας απ’ τη χαρά του.
«Μα τι θα κάνετε από τόσο νωρίς;», του είπε εκείνη παραξενευμένη, δίνοντάς του παράλληλα τη σιδερωμένη κόκκινη στολή του.
«Έχουμε πολλή δουλειά στη Μάνδρα! Δεν ξέρεις εσύ! Λοιπόν, σε χαιρετώ! Να προσέχεις και αν δεις τον Κοσμά και το Δαμιανό, δε χρειάζεσαι να τους πεις για τα… μελομακάρονα! Τα λέμε!», της είπε και έκλεισε την πόρτα όλο χαρά!
«Άντρες!», αναφώνησε εκείνη και κάθισε να δει λίγη τηλεόραση, ήρεμη πια αφού ο σύζυγός της έκανε το σωστό.
Ο Άη-Βασίλης, αφού μέτρησε τα πράγματα για μια τελευταία φορά, κάθισε στη θέση του οδηγού.
«Γιατί είχατε μόνο τόσα αρκουδάκια; Αν δεν το έβλεπα και δεν έβαζα κι άλλα, το ξέρετε ότι θα έμεναν χωρίς δώρο κάποια παιδάκια;», τους επέπληξε ο Άη-Βασίλης.
«Τι να κάνουμε Άγιέ μου, δεν έφταναν τα μισθά! Τώρα που συμπλήρωσε ο εργοδότης μας, είμαστε καλυμμένοι. Τι λες; Θα ξεκινήσουμε καμιά φορά ή θα μιλήσουμε κι άλλο για τη λιτότητα;», του είπε ο γηραιότερος, ο Πέτρος.
«Φύγαμε!», τους φώναξε ο Άη-Βασίλης.
Το χρυσό τους έλκηθρο άρχισε να απογειώνεται. Μπροστά ήταν πέντε ελάφια, και μέσα στο έλκηθρο ο Άη-Βασίλης με το Γιαννάκη, τσακίζοντας τα μελομακάρονα. Το ταξίδι για τη γωνιά εκείνη της Ελλάδας που λεγόταν Μάνδρα, ήταν μακρύ. Η θέλησή τους, όμως, και η αγάπη τους, ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ τις αποστάσεις. Οι άνθρωποι μπορεί να μην τους έβλεπαν, αλλά κάθε φορά η ύπαρξη τους είναι η απάντηση στην ερώτηση «Πώς αντέξαμε μέχρι εδώ;»
Ένα χρυσό σύννεφο έφευγε πίσω απ’ το έλκηθρο όσο αυτό προχωρούσε. Ένα «χο, χο, χο» ακουγόταν σ’ όλη τη διαδρομή. Το σύμπαν άρχισε να αποκτά μια χαρμόσυνη όψη. Ήταν η τελευταία φορά που ο Άη-Βασίλης σκέφτηκε εγωιστικά. Ήταν η τελευταία φορά που τα ελάφια ταξίδευαν χωρίς αύξηση στα μισθά τους που δεν έφταναν. Ήταν η τελευταία νύχτα που τα παιδιά στη Μάνδρα κοιμούνταν χωρίς να βλέπουν ένα όμορφο όνειρο…
Μαρία Δήμα
mardima.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: