Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Τί είναι τα Χριστούγεννα ρε δάσκαλε;


Η ιστορία μας διαδραματίζεται σε κάποιο μικρό Λύκειο της Αργολίδας, του οποίου το μαθητικό δυναμικό δεν ξεπερνάει τα εκατόν δέκα παιδιά.
Όπως σε κάθε Λύκειο της Ελλάδας, έτσι κι εκεί, οι καθηγητές πάνε με μισή καρδιά στο μάθημα. Παρακαλάνε να τελειώσει η διδακτική τους ώρα και μετράνε τα δευτερόλεπτα μέχρι να πάνε στα σπίτια τους. Έτσι, οι μαθητές δεν έχουν το ενδιαφέρον να παρακολουθήσουν στο μάθημα. Αυτή η ελαττωματική σχέση, όμως, κυλάει και αντίστροφα: επειδή οι μαθητές είναι προκατειλημμένοι απέναντι στους καθηγητές τους και τους αγνοούν επειδή έχουν τη σιγουριά του φροντιστηρίου, οι καθηγητές δεν ενδιαφέρονται να έρθουν κοντά τους. Και κάπως έτσι κυλά η καθημερινότητα όλων τους.
Φέτος, τις τελευταίες ημέρες των Χριστουγέννων, κάτι δεν πήγαινε καλά. Όχι, όλα μια χαρά ήταν. Η αδιαφορία των παιδιών, των καθηγητών και του συλλόγου γονέων κυλούσε σταθερά, όπως πάντα. Τα μαθήματα προχωρούσαν ταχέως, οι βαθμοί ήταν προ των πυλών και για το καλό όλων, οι δεκαπενθήμερες διακοπές ήταν πολύ κοντά. Ωστόσο, κάτι δεν πήγαινε καλά.


Είμαστε στην τελευταία εβδομάδα πριν κλείσουν τα σχολεία. Το κουδούνι χτυπά για να συγκεντρώσει τους μαθητές του σχολείου στις αίθουσες. Ειδικότερα, της Β’ Λυκείου την τελευταία ώρα στο μάθημα της Ιστορίας. Ή σε απλά ελληνικά: στην ώρα του παιδιού, στο μάθημα του πεταματού. Πρόκειται για τον πιο καυτό συνδυασμό που είναι δυνατόν να βιώσεις σαν μαθητής, εκεί που οι ωριαίες πέφτουν σαν τα βόλια του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια.
Οι μαθητές της Β’ Λυκείου μπήκαν για πρώτη φορά για μάθημα χωρίς να διαμαρτύρονται. Έκατσαν στις θέσεις τους χωρίς να μιλάνε, και για πρώτη φορά βρίσκονταν στις αίθουσες πριν τον καθηγητή τους. Σε λίγο, ήρθε κι αυτός. Είναι ο κύριος Παπαδάκης, Κρητικός στην καταγωγή, γύρω στα πενήντα, τρομερός φιλόλογος αλλά και άνθρωπος. Αλλά στις ωριαίες δε χαριζόταν. Ειδικά σ’ αυτό εδώ το τμήμα που το είχε και κάθε φορά τελευταία ώρα. Καταστάσεις για κλάματα.
Μπαίνοντας στην τάξη, έμεινε άναυδος με το θέαμα: το Β1 καθιστό να τον περιμένει για μάθημα. Χωρίς αλαλαγμούς, χωρίς βρισίδια και χωρίς να έχει σπάσει έστω και μια καρέκλα. Περίεργα πράγματα! “Τι πάθατε εσείς και είστε τόσο ήρεμοι σήμερα;; Μήπως μου έχετε βάλει κόλλα στην καρέκλα;; Ή κανένα κουκουνάρι στην εξάτμιση όπως προχθές;;”, είπε και κοίταξε τον Άρη, το πιο ατίθασο παιδί της τάξης. “Όχι δάσκαλε, μπορείς να ξεκινήσεις το μάθημα”, του φώναξε ο Πέτρος. “Μου δίνεις την άδεια Πέτρο;;
Ευχαριστώ πολύ μεγαλειότατε”, τον πείραξε με το γνωστό ειρωνικό του ύφος. “Θα μου πείτε τι μύγα σας τσίμπησε σήμερα;;”, επέμενε. “Τι τι μύγα μας τσίμπησε ρε δάσκαλε;; Σε λίγες μέρες κλείνουμε για Χριστούγεννα και δεν έχουμε νιώσει ποτέ μας τι είναι τα Χριστούγεννα! Εντάξει, βλέπουμε τα λαμπάκια…”, είπε η Κωνσταντίνα, αλλά πριν ολοκληρώσει τη σκέψη της, ο Παπαδάκης τη διέκοψε βίαια: “Είναι κάτι παραπάνω από τα λαμπάκια!”. “Το ξέρουμε δάσκαλε. Είναι η γαλοπούλα, οι επαναλήψεις των γνωστών χριστουγεννιάτικων ταινιών, αλλά…”, είπε ο Πέτρος αλλά τον διέκοψε κι αυτόν: “Είναι κάτι παραπάνω απ’ όλα αυτά που είπες”. “Ε τι στο καλό είναι πια;;”, φώναξε εκνευρισμένος ο Σπύρος απ’ το τελευταίο θρανίο. Ο Παπαδάκης χαμογέλασε. Έσκυψε στην τσάντα του, πήρε μια κιμωλία και έγραψε στον πίνακα: “Αύριο, Σάββατο, όλοι στο Ναύπλιο έξω απ’ την Ευαγγελίστρια στις 11 το πρωί.”. “Είστε ελεύθεροι για σήμερα”, τους είπε, και τους αποχαιρέτισε. Κανείς δεν κατάλαβε το λόγο αυτής της συνάντησης, αλλά πήγαν όλοι τους από περιέργεια και μερικοί από πραγματική εμπιστοσύνη στον καθηγητή τους.
Το επόμενο πρωί στις 11 ήταν όλοι έξω απ’ τον Ιερό Ναό Ευαγγελίστριας στο Ναύπλιο. Σε εκείνο το λόφο που βλέπεις πιάτο όλη την πόλη, και νιώθεις ότι το μάτι σου δε σταματάει πουθενά. Νομίζεις ότι μπορεί να φτάσει ως την Τρίπολη, ως την Κρήτη, ως το Νότιο Πόλο και να ξεφύγει έξω απ’ τα γήινα και να περάσει στο διάστημα. Εκεί τους περίμενε ο Παπαδάκης, και χάρηκε που τους είδε όλους εκεί στην ώρα που τους είχε ορίσει.
“Παιδιά, χαίρομαι ειλικρινά που ήρθατε σ’ αυτό το ραντεβού. Σας αξίζουν διπλά μπράβο γιατί πρώτον, είχατε υποχρεώσεις και τις αφήσατε για να είστε εδώ, και δεύτερον, είστε εδώ χωρίς να ξέρετε το λόγο. Σας ευχαριστώ.”. “Πες μας λοιπόν δάσκαλε τι μας θέλεις”, του είπε η Μαριάννα. “Στο δια ταύτα: ρωτούσατε χθες επίμονα να μάθετε τι είναι τα Χριστούγεννα. Θα σας απαντήσω σήμερα. Γιατί πιστεύετε ότι σας έφερα εδώ;; Ναι, πες εσύ Γιώργο.”. “Για να ανάψουμε κερί λόγω ημερών”, είπε ο Γιώργος. “Καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς εσύ, στο ‘χω ξαναπεί. Πέντε στο τετράμηνο για να μάθεις!”, του είπε γελώντας. “Λοιπόν, ακολουθήστε με”, τους είπε και κατευθύνθηκε προς ένα χώρο που εκεί λειτουργούσε το συσσίτιο. Άποροι άνθρωποι προμηθεύονταν το φαγητό τους από τα χέρια εθελοντριών, οι οποίες με πολλή αγάπη, αφοσίωση, κι ένα χαμόγελο που έμπαινε κατευθείαν στην καρδιά σου, τους σέρβιραν σε πιάτα. Κι όλα αυτά, εθελοντικά. Με την αγάπη των εθελοντριών και του συντονιστή της δομής, του παπά-Λευτέρη.
Τα παιδιά κοίταζαν σαστισμένα. Ήξεραν αλλά δεν είχαν δει. Κι όταν είδαν, έσπασε η καρδιά τους. Άποροι άνθρωποι που περίμεναν για ένα πιάτο φαγητό. Ο Παναγιώτης έβηξε αμήχανα. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Εγώ σας λέω, όμως, ότι έβηξε επειδή την προηγούμενη μέρα, πέταξε τις φακές που του σέρβιρε η μητέρα του, επειδή δεν του είχε μαγειρέψει μπριζόλες. Μίλησαν με τις εθελόντριες, με τον παπά-Λευτέρη, συμμετείχαν για λίγη ώρα κι αυτά εθελοντικά. Μετά από καμιά ώρα, ο Παπαδάκης τα μάζεψε έξω ξανά.
“Θέλετε να περπατήσουμε λίγο;;”, τους ρώτησε. “Ναι δάσκαλε, δεν έχουμε πρόβλημα”, του είπαν τα παιδιά. “Πολύ ωραία”, τους είπε. “Πάμε”. Πήραν τον κατήφορο της Ευαγγελίστριας, και μετά από αρκετό περπάτημα, βρέθηκαν στο Γηροκομείο της πόλης. “Γιατί σταματήσαμε εδώ δάσκαλε;;”, τον ρώτησε η Χριστιάνα. “Γιατί εδώ μέσα θα μπούμε κορίτσι μου, ξανθιά είσαι;;”, της είπε χαριτολογώντας. Γέλασε και η Χριστιάνα.
Τα παιδιά δεν είχαν ξαναμπεί σ’ έναν τέτοιο χώρο, και ήταν αρκετά σφιγμένα. Πρώτη φορά έβλεπαν τόσους ηλικιωμένους μαζεμένους. Εντάξει, είχαν ξαναδεί στην εκκλησία. Όμως, αυτοί εδώ οι γέροντες είχαν κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν ορατό, αλλά ήταν αισθητό. Είχαν απομείνει μόνοι τους στον κόσμο, για διάφορους λόγους. Κι όσο κι αν τα παιδιά τους τους επισκέπτονταν μία φορά ανά μήνα, αυτοί αισθάνονται μόνοι τους. Γιατί ήταν. Αλλά συνάμα, είχαν ο ένας τον άλλον, κι αυτό σήμαινε πολλά γι’ αυτούς.
Η Σωτηρία ξερόβηξε, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Το έκανε από αμηχανία, γιατί την προηγούμενη μέρα είχε πει στον παππού της ότι θα περνούσε να τον δει, αλλά όταν βρήκε λίγο ελεύθερο χρόνο, προτίμησε να παίξει ένα παιχνίδι στον υπολογιστή. “Έλα μωρέ, τι θέλει κι αυτός όλη την ώρα, τι να πω μαζί του. Άσε που δεν ακούει καλά, δε βλέπει καλά. Πάλι θα νευριάσω”, σκέφτηκε. Και να που σήμερα, ένα δάκρυ δεν μπορεί να κρυφτεί και βγαίνει απ’ τα μάτια της. Την ίδια στιγμή, ο Παντελής είχε γνωριστεί μ’ έναν παππού και έπαιζαν αγωνία. Έχανε κιόλας. “Τι φάρδος Χριστέ μου! Σίγουρα κλέβεις!”, είπε αγανακτισμένος. “Μη σώσω”, έκανε το σταυρό του ο γέροντας γελώντας. “Τι έγινε, Παντελάκο, χάνουμε, χάνουμε;;”, τον πείραζε ο Παπαδάκης. “Τι ”χάνουμε” δάσκαλε, με έκανε σουρωτήρι! Πάω να φύγω”, είπε ο Παντελής. “Όλοι θα φύγουμε τώρα”, του είπε ο Παπαδάκης, και κάλεσε τα παιδιά έξω.
“Λοιπόν, πάρτε τηλέφωνο τους γονείς σας να ξεκινήσουν να έρχονται να σας παίρνουν. Και μέχρι να έρθουν, πάμε και κάπου αλλού”, τους είπε. “Δάσκαλε, τι σημαίνουν όλα αυτά;;”, τον ρώτησε ο Πέτρος. “Πάρε στροφές παιδί μου, μαζούτ καις;;”, του φώναξε γελώντας. Αλλά πάλι δεν κατάλαβε,
Περπατώντας όλοι μαζί, βρέθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος, μπροστά απ’ το στολισμένο δέντρο της πόλης. “Τι δουλειά έχουμε εδώ ρε δάσκαλε;;”, τον ρώτησε ο Γιάννης. “Καμία. Απλά ήθελα να σας δώσω την απάντηση σ’ ένα Χριστουγεννιάτικο φόντο.”, τους είπε και γέλασε. “Λοιπόν, όλοι εσείς με ρωτήσατε χθες τι είναι τα Χριστούγεννα. Μετά απ’ όλα αυτά, καταλάβατε τίποτα ή μπα;;”. Σιωπή. “Να το θέσω αλλιώς. Ποια είναι η καινούργια επιτυχία του Καρρά”. “Να πωωωω, να πωωωωωωω;;”, πήραν φωτιά τα στόματα. “Αυτό ακριβώς εννοούσα”, τους είπε και συνέχισε. “Λοιπόν, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή, στην οποία τα τοπικά κανάλια θα δείξουν τους τοπικούς άρχοντες να πηγαίνουν στα μέρη που σας πήγα εγώ σήμερα. Να δίνουν απλόχερα τον ”ανθρωπισμό” τους μια φορά το χρόνο, και αυτό ήταν όλο. Εσείς να φροντίσετε να μη γίνετε σαν αυτούς. Κι αν το καταφέρετε, θα δείτε ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι απλά μια γιορτή. Που ναι, είναι λαμπάκια, είναι γαλοπούλες και χριστουγεννιάτικες ταινίες, αλλά είναι και κάτι παραπάνω. Κάτι πολύ παραπάνω. Είναι η στιγμή που η ανθρώπινη ιδιότητά σου νικάει κάθε άλλη ιδιότητα που παίρνεις κάθε μέρα. Νικάει την ιδιότητα του βλάκα, του χαζού, του κουτοπόνηρου, που σ’ έχουν μάθει να ζεις μ’ αυτή”. Τα παιδιά κοιτούσαν με θαυμασμό το δάσκαλο που είχαν και δεν τον εκτιμούσαν τόσο καιρό. “Δηλαδή δάσκαλε, τι πρέπει να κάνουμε;;”, τον ρώτησε η Χριστιάνα. “Να είστε άνθρωποι. Πάνω απ’ όλα και χωρίς εκπτώσεις”, της απάντησε. “Είστε ελεύθεροι από μένα, τα ξαναλέμε από Δευτέρα”, τους είπε. Αποχαιρετίστηκαν και χωρίστηκαν.
Μια εβδομάδα μετά, τα παιδιά είχαν αλλάξει ριζικά τρόπο σκέψης. Οι καφετέριες της περιοχής άδειασαν. Το ίδιο και τα ηλεκτρονικά. Κάποιοι έγιναν εθελοντές στο συσσίτιο, κάποιοι έκαναν δωρεές στο γηροκομείο. Ο Παντελής πήγαινε πολύ τακτικά, μάλιστα, να παίξει αγωνία με εκείνον τον γέροντα του γηροκομείου. Και το σημαντικότερο;; Ο Παναγιώτης δεν ξαναπέταξε ποτέ τις φακές της μητέρας του, και η Σωτηρία άρχισε να επισκέπτεται κάθε μέρα τον παππού της.
“Καλά Χριστούγεννα, δάσκαλε!”, τον αποχαιρέτισαν την τελευταία μέρα πριν τις γιορτές. “Μάθαμε πολλά από σένα αυτές τις μέρες”. “Τα λέμε σε δεκαπέντε”, τους είπε. “Μην ξεχάσετε να είστε πάνω απ’ όλα άνθρωποι, ε!”. “Με το οποιοδήποτε κόστος”, του είπε ο Πέτρος.
Την άλλη μέρα, μετά από πολλή ώρα ταξιδιού και περιπλάνησης, ο Παπαδάκης βρέθηκε τελικά στον προορισμό του, τη Βηθλεέμ. “Έτσι είναι η ζωή, λοιπόν. Γεννιέσαι, σταυρώνεσαι, και μετά από λίγο ανασταίνεσαι. Θα παραδειγματιστεί και κανένας άλλος, άραγε;; Θα δείξει η πορεία”, είπε. Χαμογέλασε, και μπήκε στη σπηλιά.
Το επόμενο πρωί, ήταν Χριστούγεννα. Μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά, ένα μωρό γεννήθηκε. Ξαναγεννήθηκε…

Δεν υπάρχουν σχόλια: