Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΠΑΤΕΡΑ, ΕΛΑ 'ΔΩ, ΚΑΘΙΣΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ...




Πατέρα, έλα δω, κάθισε απέναντι.
Όχι σ’ εκείνον 'κεί το βράχο – ας τον αφήσουμε κι αυτόν να πάρει μιαν ανάσα. Κάτσε έτσι όπως τότε που με χόρευες στα γόνατά σου και μου ’λεγες για κάτι μαύρους πελαργούς που κουβαλάνε στα φτερά τους τα μικρότερα πουλιά. «Σε χώρες μακρινές», έλεγες σιγανά και με πειθώ, «που ποτέ δεν χιονίζει». Θυμάσαι; Τώρα η αγκαλιά σου είναι άδεια, χωμάτινη, όπως η φλόγα του κεριού κάθε Μεγάλη Πέμπτη. Και τα πουλιά εδώ ξεχειμωνιάζουν πλέον. Πάνω στο χιόνι χτίζουν τις φωλίτσες τους. Αλλά γεννάνε αυγά. Δικαιούνται κι οι Γενάρηδες φτερούγες – έστω αδύναμες.

Θέλω να σε κοιτάξω σιωπηλός, πατέρα.
Δεν λέω να μη μιλάμε. Θα μιλάμε. Αλλά θα σε κοιτάζω και θα με κοιτάζεις με σιωπή. Τη γύμνια εννοώ. Και των δυο μας. Γιατί έτσι στάθηκες κι εσύ μπροστά στην κάθε μέρα σου – ανυποψίαστος. Ακόμα κι όταν κατέβαινες τον Βόλγα με τους μπολσεβίκους. Πού διάολο τους ήξερες αυτούς, εσύ, ένα χωριατόπαιδο; Σου έδωσαν ένα κουπί και το πήρες. Πίσω, το σπίτι σου καιγόταν στους αιώνες, κι είχανε, λέει, τη μάνα σου δεμένη σ’ ένα δέντρο. Ούτε που γύρισες να δεις. Έμεινα εγώ στη θέση σου να το κοιτάω. Ανυποψίαστος κι εγώ. Πάτησα μάλιστα πάνω στις στάχτες. Κάρβουνο όλα τα εικονίσματα. Κοίτα τι μαύρες είναι οι παλάμες μου. Πάω μια στιγμούλα να τις πλύνω κι έρχομαι.



Έχεις ποτέ προσευχηθεί, πατέρα; Αν όχι, ας προσευχηθούμε τώρα. Μαζί.
Ξέρω πώς κράτησες μαχαίρι στα χέρια σου. Ύστερα, με τα ίδια χέρια, σύρθηκες αιμόφυρτος στα μυτερά λιθάρια, έσφιξες ένα γυναικείο στήθος, σκόρπισες λουλούδια στην ορχήστρα. Μα η προσευχή σε κάποιον που δεν υπάρχει ίσως τον κάνει να υπάρξει. Ίσως έτσι σε δω κι εγώ σαν γιο μου, σαν άλλο άνθρωπο ταπεινωμένο, σαν γη πικρή. Το χρειάζομαι αυτό. Τώρα ειδικά που βγαίνω στην άλλη ακτή με τα φώτα και πρέπει να είμαι όλος εκεί. Μη φοβάσαι – θα σε πάρω μαζί μου. Θα σε πάρω μαζί μου κι εσένα, αλλά αλλιώς. Μονάχα να προσευχηθούμε για λίγο μαζί. Να τον αναγκάσουμε να υπάρξει.

Πατέρα, τώρα ξέρω γιατί με κοίταξες τόσο γαλάζια πεθαίνοντας.
Μου πήρε χρόνια να το εννοήσω. Αγιάτρευτος. Δεν φταις εσύ, άλλα εννοούσες, πάνσοφος εκείνη τη στιγμή. Δεν το κατάλαβα, συγχώρεσέ με. Δεν μπόρεσα να δω βαθύτερα το βαθύτερο γαλάζιο των ματιών σου –  να μείνω αγιάτρευτος μονάχα από ουρανό, αυτό μού ζητούσες εσύ. Μα εγώ, αδέξιος στους χρησμούς, πήρα τους δρόμους με τα νύκτια κρόταλα. Σύρθηκα χρόνια σε μέλανες δρυμούς. Κουράστηκα να σε κουβαλάω στην πλάτη μου άταφο. Με κούρασε το ίδιο μου το βάρος. Τώρα καταλαβαίνω. Κοίτα με – εκτίθεμαι αθωράκιστος στους βακίλους του ουρανού. Καιρός να ησυχάσεις. Μόλις τελειώσουμε το καφεδάκι μας, θα πας κι εσύ να ησυχάσεις.  

Όμως, σε λυπήθηκα, πατέρα, τότε. Σε λυπήθηκα πολύ.
Μα πιο πολύ σε λυπάμαι τώρα. Γιατί όλα λησμονιούνται. Όλα τα καταπίνει η στιγμή και τίποτα δεν συνέβη ποτέ. Και δεν συμβαίνει. Ούτε θα συμβεί. Ευτυχώς. Αυτή είναι η μόνη ευλογία των πραγμάτων – η ανυπαρξία τους. Θέλω να πω ότι φτάνει να τα κοιτάξει κανείς από την πλευρά της συγχώρεσης κι ευθύς αμέσως το σίδερο γίνεται μπαμπάκι. Μπορεί το καλό να είναι ευάλωτο, όμως η ομορφιά είναι αήττητη. Το μαθαίνω μόνος μου αυτό, σκοντάφτοντας άσκοπα. Και σε λυπάμαι ακόμα πιο πολύ. Και σε αγαπάω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: