Η άλωσις του Παλαμηδίου και στη συνέχεια η παράδοσις του Ναυπλίου στους Έλληνες το τέλος του έτους 1822 ήταν σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Καποδίστρια, ένα γεγονός μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη του Ελληνικού Αγώνα Απελευθερώσεως [1]. Πολλοί Έλληνες αγωνιστές όπως επίσης ξένοι εθελοντές έχουν διηγηθή με αρκετές λεπτομέρειες τα συμβάντα αυτών των ημερών στα απομνημονεύματά τους απ’ όπου πέρασαν μετά στις μεγάλες Ιστορίες της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Και όμως, ειδικά για την άλωση του Παλαμηδίου την νύχτα της 29ης-30ής Νοεμβρίου του 1822 έχομε, απ’ ότι γνωρίζομε, μία μόνο έκθεση που προέρχεται από πραγματικό αυτόπτη μάρτυρα, τον Γερμανό αξιωματικό Gustav Friedrich von Mandelsloh.
Ο εθελοντής von Mandelsloh από τη Σαξωνία έφθασε τον Ιανουάριο του 1822 στην Ελλάδα. Ως λοχαγός στο Σώμα των Φιλελλήνων έλαβε μέρος στην Ηπειρωτική Εκστρατεία και επέζησε κατά τη μοιραία μάχη του Πέτα. Δια μέσου Αθηνών έφθασε τον Οκτώβριο του 1822 στο Ναύπλιον όπου έμεινε, κατά τη μαρτυρία του Γερμανού γιατρού Heinrich Treiber, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 1822 [2]. Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του ο von Mandelsloh δημοσίευσε, τον Νοέμβριο του 1824, στη «Βραδινή Εφημερίδα» της Δρέσδης τρεις μεγάλες επιστολές με τον τίτλο «Ματιές ενός αυτόπτη μάρτυρα στον Απελευθερωτικόν Αγώνα των Ελλήνων» [3].
Στην πρώτη επιστολή ο von Mandelsloh μιλά για τη συμμετοχή των ξένων στον Αγώνα του ’21, για τις δύσκολες συνθήκες που ευρήκαν αυτοί στην Ελλάδα, αλλά και για τη συχνή απαράδεκτη συμπεριφορά τους. Αρχίζει μια σφοδρή πολεμική ειδικά εναντίον του συμπατριώτη του, του ανθυπολοχαγού von Kotsch ο οποίος είχε δημοσιεύσει απομνημονεύματα για το ταξίδι του στην Ελλάδα [4].
Στη δεύτερη επιστολή ο von Mandelsloh περιγράφει την επιχείρηση κατακτήσεως του Παλαμηδίου, κάτω από την ηγεσία του Στάικου Σταϊκόπουλου, στην οποία συμμετείχε ο ίδιος και μάλιστα ως αρχηγός της εμπροσθοφυλακής που πρωτομπήκε στο φρούριο [5].
Η τρίτη και τελευταία επιστολή στη «Βραδινή Εφημερίδα» της 25ης Νοεμβρίου του 1824 έχει τον υπότιτλο «Παράδοσις του Ναυπλίου την 22αν Δεκεμβρίου του 1822 (3ην Ιανουαρίου του 1823)». Ενώ στην άλωση του Παλαμηδίου, ο van Mandelsloh έλαβε μέρος προσωπικά, στην παράδοση του Ναυπλίου δεν είχε πια άμεση ανάμιξη. Δεν συμμετείχε, φυσικά, στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για τους όρους παραδόσεως. Άλλωστε οι διαπραγματεύσεις αυτές με αποτέλεσμα την υπογραφή συνθήκης έγιναν ταχύτατα και με τη σχεδόν αποκλειστική ενέργεια του Κολοκοτρώνη, ο οποίος, κατά την κατηγορία του Αναστασίου Μαυρομιχάλη, έδρασε σαν ένας απόλυτος μονάρχης [6].
Επίσης ο von Mandelsloh δεν ανήκε στην φρουρά που ωρίστηκε από τον Κολοκοτρώνη για να επίβλεψη την διαφύλαξη των λαφύρων μέσα στα τείχη του Ναυπλίου. Ήταν απλώς ένας από τους πάρα πολλούς στρατιώτες που περίμεναν, τρεις ολόκληρες εβδομάδες, έξω από την πύλη της πόλεως μέχρις ότου ν’ άνοιξη. Παρά ταύτα η έκθεσις του ξένου παρατηρητή προσφέρει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Μας δίνει μεταξύ άλλων λεπτομέρειες σχετικά με τα μέτρα του Κολοκοτρώνη για τη φρούρηση της πόλεως που επιβεβαιώνουν τις σημερινές μας γνώσεις, ενώ άλλες λεπτομέρειες, που αφορούν την ποσότητα και την διανομή των λαφύρων, τις συμπληρώνουν [7].
Συγκινητικές είναι οι εικόνες που περιγράφει ο von Mandelsloh από την άθλια κατάσταση των στρατευμάτων στην αναμονή, και απολαυστικά τα μικρά επεισόδια που εντυπωσίασαν τον ξένο, όπως π.χ. η εμφάνισις του Κολοκοτρώνη που κατεβαίνει με κραυγές και πετροπόλεμο από το άνω φρούριο για να καθησύχαση την μάζα των φιλονεικούντων.
Επίσης ο von Mandelsloh αναφέρει αυτά που λέγονταν τότε και αυτά που ακούγονταν. Ερμηνεύει όλες αυτές τις φήμες και κάνει τις δικές του σκέψεις. Και αφού απευθύνεται στο γερμανικό κοινό συνθέτει μια εικόνα της γενικής καταστάσεως που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα. Οι κρίσεις και σκέψεις του συγγραφέα όπως και το στυλ εκφράσεώς του αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τις εκτιμήσεις ενός έξυπνου και μετριοπαθή άνδρα που δεν προσπαθεί να παρουσίαση τις δικές του γνώσεις σαν απόλυτες [8]. Τελικά, η έκθεσις του Γερμανού λοχαγού στο σύνολό της δείχνει ακόμα με ποιο ζήλο ένας φιλέλληνας συμμετείχε στον Αγώνα και με ποια πραγματική συμπάθεια συμμερίσθηκε την τύχη των Ελλήνων.
Μετάφρασις από τη «Βραδινή Εφημερίδα» της Δρέσδης, αρ. 283, της Πέμπτης 25ης Νοεμβρίου 1824:
Ματιές ενός αυτόπτη μάρτυρα στον Απελευθερωτικόν Αγώνα των Ελλήνων.
Τέλος) Μέρος 3: Παράδοσις του Ναυπλίου [Napoli di Romania] την 22αν Δεκ. 1822 (3ην Ιαν. 1823) Δρέσδη, την 8ην Νοεμβρίου 1824.
Μόλις το φρούριο του Παλαμηδίου περιήλθε στα χέρια των Ελλήνων ο Κολοκοτρώνης, ο τότε αρχιστράτηγος ή στρατάρχης του Μοριά, άρχισε τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την παράδοση του Ναυπλίου. Στη συνθηκολόγηση ωρίσθηκε ότι η τουρκική φρουρά όπως και οι κάτοικοι, όλοι μαζί περίπου 4.000 ψυχές, θα άφηναν πίσω το πιο μεγάλο μέρος των υπαρχόντων τους και θα μεταφερόντουσαν με ελληνικά πλοία στην ακτή της Μικράς Ασίας.
Έτσι 200 Έλληνες μπήκαν στην πόλη και κατέλαβαν την Αρβανιτιά, αυτό το τέως κάτω φρούριο των Βενετών που κείται στο βραχώδη διάσελο μεταξύ της πόλεως και του κόλπου και το οποίο, λόγω παλαιοτέρων οχυρωμάτων, είναι εντελώς αποκομμένο από την πόλη. Εκεί βρίσκονται οι κύριες πυροβολαρχίες προς τον κόλπο, όπως επίσης μερικές υψηλές πυροβολαρχίες προς τη στεριά και την πόλη. Συγχρόνως 50 επίτροποι μπήκαν στο φρούριο για να παραλάβουν όλα τα εντός ευρισκόμενα πυρομαχικά, πυροβόλα και πολεμοφόδια και για να κατασχέσουν από τα χρήματα, τους πολύτιμους λίθους, τα όπλα και τ’ άλλα αξιόλογα πράγματα το μερίδιο που ανήκε στους Έλληνες και το οποίο θα διαφύλατταν στα πιο μεγάλα τουρκικά τζαμιά.
Όλες αυτές οι εργασίες μπορούσαν να τελειώσουν σε μία εβδομάδα. Επί πλέον η Ύδρα και οι Σπέτσες είναι κοντά και ο στόλος δεν είχε αποπλεύσει αυτή την περίοδο, έτσι ώστε ο αναγκαίος αριθμός πλοίων συγκεντρώθηκε γρήγορα. Επίσης εμφανίστηκε ακόμα μία αγγλική φρεγάδα με τον πλοίαρχο Hamilton, ο οποίος προσφέρθηκε όχι μόνο να συνοδεύση αυτή τη μεταφορά μέχρι την ακτή της Μικράς Ασίας, για την ασφάλεια των δύο πλευρών, αλλά και να δεχθή ένα σημαντικό αριθμό Τούρκων στο πλοίο του.
Εκτός απ’ αυτό ένα σημαντικό σώμα Τούρκων ευρισκόταν ακόμα κοντά στην Κόρινθο το οποίο θα μπορούσε, σε μια μέρα, να εμφανισθή στο Ναύπλιο. Αυτό το σώμα, αν θα ερχόταν πραγματικά, μάλλον δεν θα μπορούσε εύκολα να καταλάβη εκ νέου όλο το κάστρο, όμως θα δημιουργούσε μεγάλη αταξία, διότι θα μπορούσε όχι μόνο να ελευθέρωση την ενεργό ομάδα της τουρκικής φρουράς και να την πάρη μαζί του στην Κόρινθο, αλλά θα μπορούσε επίσης να αχρηστεύη όλα τα πυροβόλα και τα πυρομαχικά.
Δεν θα έπρεπε επίσης οι Έλληνες να συλλογίζωνται ότι πριν από μισό χρόνο περίπου ευρίσκονταν στο ίδιο σημείο; και ότι μόνο ο διχασμός τους έφταιγε που έπρεπε να αποσυρθούν με άδεια χέρια από το κάστρο του Ναυπλίου, την κατάκτηση του οποίου θεωρούσαν κιόλας σαν δεδομένη. Δεν είχαν τότε το Παλαμήδι στα χέρια τους, αλλά το θαλασσινό κάστρο τους είχε παραδοθή (και το κρατούσαν μετά συνεχώς στην κατοχή τους), οι όμηροι είχαν ανταλλαχθή για την εγγύηση της συμβάσεως και η τουρκική φρουρά διατρεφόταν από τους Έλληνες.
Δηλαδή όλα ήταν καθωρισμένα και έτοιμα, μόνο που δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν με τους Υδραίους και Σπετσιώτες για το κόστος της διατροφής και της μεταφοράς. Και ενώ μάλωναν και παζάρευαν ακόμη, ο Δράμαλης πασάς εισέβαλε στο Μοριά, έδιωξε τους Έλληνες από το κάστρο, ακύρωσε τη συνθηκολόγηση, διώρισε καινούργιο φρούραρχο, τον Αλή πασά, ενίσχυσε τη φρουρά και εφοδίασε το φρούριο με τρόφιμα.
Πόσοι λόγοι λοιπόν για τους Έλληνες για να επισπεύσουν τώρα όσον το δυνατόν την επιβίβαση των Τούρκων! Όμως, παρά αυτό το μάθημα, και παρά το κόστος που δημιούργησε η διατροφή των Τούρκων, δεν μπόρεσαν, ούτε αυτή τη φορά, να συμφωνήσουν και να τελειώσουν με τους πλοιοκτήτες σχετικά με τη μεταφορά. Τελικά, οι δαπάνες αυτές καλύφθηκαν με ένα μέρος των λαφύρων και έτσι, 22 μέρες μετά την άλωση του Παλαμηδίου, την 22αν Δεκεμβρίου του 1822 (3ην Ιανουαρίου του 1823) η παράδοσις του Ναυπλίου πραγματοποιήθηκε με σχετική τάξη, γεγονός στο οποίο μάλλον η παρουσία των Άγγλων συνέβαλε αρκετά.
Γι’ αυτήν την καθυστέρηση όμως δεν έφταιγε μόνο ο κανονισμός των δαπανών της μεταφοράς, αλλά πιο πολύ ακόμα οι εσωτερικές κάπως ανώμαλες συνθήκες της Ελλάδος και πριν απ’ όλα η επίδρασις των κομμάτων, τα οποία ευρίσκονταν σε ακραία αντίθεση μεταξύ τους. Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι άσκοπο ν’ αναφερθούν μερικά συμβάντα που συνδέονται με αυτό το γεγονός. Διότι ή συμπεριφορά των δύο κομμάτων, δηλαδή ο σφετερισμός του ενός και η παθητικότητα και δειλία του άλλου δίνει μία αρκετά χαρακτηριστική εικόνα της τότε καταστάσεως των εσωτερικών συνθηκών της Ελλάδος και αποδεικνύουν ειδικά την αδυναμία της τότε κυβερνήσεως.
Η κυβέρνησις της οποίας τα κύρια μέλη ήταν ο αντιπρόεδρος Θάνος, ο υπουργός του πολέμου Ιωάννης Κωλέττης και ο υπουργός των εξωτερικών Νέγρης (ο πρόεδρος του Εκτελεστικού πρίγκιψ Μαυροκορδάτος και ο πρόεδρος του Βουλευτικού πρίγκιψ Υψηλάντηςαπουσίαζαν), μετά την εισβολή των Τούρκων στο Μοριά, είχε μεταβή στο Καστρί απέναντι της Ύδρας. Εκεί η κυβέρνησις, λόγω της τοποθεσίας και λόγω της αφοσιώσεως όλης της γύρω περιοχής σε αυτήν, προστατευόταν από τις εχθροπάθειες του Κολοκοτρώνη και του κόμματός του.
Ο Κολοκοτρώνης, που εσκόπευε πάντα να ενώση την πολιτική εξουσία με τη στρατιωτική, επιτηδείως επωφελήθηκε από την άτυχη καταστροφή αυτή για να διασπείρη την φήμη ότι ειδικά ο Θάνος και ο Νέγρης όχι μόνο δεν εμπόδισαν την εισβολή των Τούρκων, αλλά ότι αυτή η εισβολή έγινε εις γνώση των και την διευκόλυναν, και ήθελαν, για να ευνοηθούν, να υποκύψη ο Μοριάς πάλι στους Τούρκους.
Κάθε λαός που βρίσκεται στην ατυχία και στην μεγάλη ανάγκη γίνεται ευκολόπιστος, έτσι ήταν εύκολο οι Έλληνες να πεισθούν για την αλήθεια της φήμης αυτής. Επομένως ο Κολοκοτρώνης μπόρεσε να τολμήση να δηλώση δια μέσου προκηρύξεως προς το λαό τους δύο επικεκηρυγμένους. Με την φυγή τους στο Καστρί, όπου μετέβη όλη η κυβέρνησις, απέφυγαν μεν τις συνέπειες της προκηρύξεως αυτής ο δε Κολοκοτρώνης επέτυχε δι’ αυτού πράγματι να μονοπώληση την πολιτική εξουσία και να τη μοιράση μόνο με τη Γερουσία, δηλαδή την τοπική κυβέρνηση του Μοριά, η οποία με πρόεδρο τον Παπαφλέσα, είχε υποκύψει από καιρό στα συμφέροντα του Κολοκοτρώνη.
Εν τω μεταξύ η άλωσις του Ναυπλίου παρουσίασε στην κυβέρνηση την καλή ευκαιρία να ξαναποκτήση, τουλάχιστον εν μέρει, το παλαιό κύρος της και την εξουσία που της άνηκε διότι εκτός από το γεγονός ότι η Γερμανική Λεγεών με 150 άνδρες που μόλις είχε φθάσει, ήταν αποκλειστικά στη διάθεσή της, η κυβέρνησις μπορούσε να βασισθή με σιγουριά στο Σύνταγμα (των τακτικών) και στο πλήθος των προσελευσομένων στο Ναύπλιον Καστριωτών και Κρανιδιωτών και κυρίως στους Υδραίους και Σπετσιώτες που είχαν έλθει με πολυάριθμα καράβια. Παρά ταύτα δεν τόλμησε να στείλη επιτρόπους στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Ναυπλίου, αν και ο διοικητής του Συντάγματος συνταγματάρχης Gubernati όχι μόνο την ειδοποίησε την ίδια νύχτα σχετικά με την άλωση του Παλαμηδίου αλλά της ζήτησε να στείλη αμέσως απεσταλμένους, για την ασφάλεια των οποίων το Σύνταγμα θα εγγυάτο.
Ο Κολοκοτρώνης ως αρχιστράτηγος του Μοριά συνήψε μόνος του την συμφωνία και μόνο κατόπιν εμφανίσθηκαν μερικοί Υδραίοι, οι οποίοι ήταν μέλη της κυβερνήσεως αλλά δεν την αντιπροσώπευαν και που ήθελαν απλώς να φροντίσουν τα ιδιωτικά συμφέροντα της Ύδρας και του στόλου. Η κυβέρνησις, που στην αρχή από φόβο δεν έστειλε αντιπροσώπους, ήταν μετά αρκετά ασύνετη να αρνηθή επιμόνως την επικύρωση της συνθηκολογήσεως που είχε συνάψει ο Κολοκοτρώνης. Έτσι έχασε σχεδόν όλο το μερίδιο των λαφύρων που της ανήκε, αλλά και τα στρατεύματα που ήταν υπό τας διαταγάς της, πριν απ’ όλα το Σύνταγμα, παραμελήθηκαν. Επί πλέον δημιουργήθηκε η στιγμιαία δυσχέρεια ότι οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες που ήταν ανέκαθεν με το μέρος της κυβερνήσεως, αρχικά δεν ήθελαν να προμηθεύσουν τα αναγκαία πλοία για τη μεταφορά της τουρκικής φρουράς, όπως το είχε απαιτήσει ο Κολοκοτρώνης. Τελικά όμως πείσθηκαν με το επιχείρημα ότι ένας περισσότερος δισταγμός θα μπορούσε εύκολα να βλάψη υπερβολικά το καλό της Ελλάδος.
Η επιβίβασις των Τούρκων στα πλοία πραγματοποιήθηκε τελικά, αλλά προτού τελείωση οι Έλληνες, γύρω στους 10.000 άνδρες, εισέβαλαν στην πόλη και όλα αυτά που δεν είχαν διαφυλαχθή στα τζαμιά αφέθηκαν στο έλεός τους. Και όμως αυτό πού θα φαινόταν απίστευτο ακόμα με ευρωπαϊκά στρατεύματα, συνέβη εδώ, δηλαδή δεν έλαβε μέρος ούτε μία φιλονεικία με σοβαρές συνέπειες. Αυτό είναι πάρα πολύ αξιοθαύμαστο, διότι πρέπει να συλλογισθή κανείς ότι το σώμα που εισέβαλε απετελείτο από τους οπαδούς δύο εχθρικών κομμάτων, από τρεις διαφορετικές φυλές, δηλαδή τους Έλληνες, τους Αλβανούς και τους Βλάχους, και από τα στρατεύματα της ξηράς και τους ναυτικούς. Επίσης κανένας Τούρκος δεν σκοτώθηκε, αλλά μερικοί μαύροι, άνδρες και γυναίκες, επέθαναν μεταξύ των πολλών ατύχων, τους οποίους οι Τούρκοι μεταχειρίζονταν κατά βούληση και τους οποίους είχαν αφήσει πίσω μισοπεθαμένους, ελεεινούς και απογυμνωμένους.
Στο Ναύπλιο και στο Παλαμήδι μαζί βρέθηκαν πάνω από 300 πυροβόλα μεταξύ των οποίων ήταν μερικές πολύ καλές πυροβολαρχίες των 36 και 24 λιβρών, μόνο που εξ αιτίας της κακής καταστάσεως του τροχισμού τους όλες ήταν σχεδόν μη χρησιμοποιήσιμες. Επίσης τα αποθέματα από πολεμοφόδια υπήρξαν σημαντικά, και τα πραγματικά λάφυρα ήταν εξαιρετικά πολλά αλλά δυστυχώς οι πιο δυνατοί καπεταναίοι κατακράτησαν πολλά απ’ αυτά έτσι ώστε τα στρατεύματα πήραν μόνο ένα μικρό μερίδιο από τα πράγματα, τα οποία επί πλέον έπρεπε πρώτα να πωληθούν για να μοιρασθούν μετά.
Του Συντάγματος π.χ. ο απλός στρατιώτης έλαβε 90 γρόσια, ο υπαξιωματικός 120, ο δεκανεύς 200, ο λοχαγός 300 κλπ. Ο Κολοκοτρώνης, φυσικά, πήρε κάτι παραπάνω μεταξύ άλλων πήρε για τον εαυτό του το στιλέττο του πασά, του οποίου η αξία εκτιμόταν σε 200.000 γρόσια. Το πόσο συνολικά πήρε για τον εαυτό του σε αυτή την περίπτωση ούτε περίπου μπορεί κανείς να το εκτίμηση. Αλλά μάλλον είναι σημαντικό, διότι ήδη λίγες μέρες μετά την άφιξη των επιτρόπων στην πόλη ο ένας απ’ αυτούς ο προσωπικός ιατρός του Κολοκοτρώνη, διαπίστωσε ότι εκτός από τα μετρητά χρήματα παρελήφθησαν πολύτιμοι λίθοι αξίας μερικών εκατομμυρίων γροσίων αργότερα όμως ούτε για το μεν ούτε για το δε έγινε ποτέ πια λόγος. Αν υποτεθή ότι ο Κολοκοτρώνης έδωσε ένα μερίδιο ειδικά στην Μπουμπουλίνα, όπως και στον Νικήτα, τον Στάικο και μερικούς άλλους καπετάνιους, το μεγαλύτερο μερίδιο σίγουρα θα το κράτησε για τον εαυτόν του.
Αυτές οι 22 μέρες μεταξύ της αλώσεως του Παλαμηδίου και της παραδόσεως του Ναυπλίου ήταν για τα στρατεύματα που περίμεναν, από τις πιο φοβερές όλης της εκστρατείας. Η ασταμάτητη δυνατή βροχή ανάγκασε τους στρατιώτες να προστατευτούν σε σπηλιές, αλλά κυρίως σε μία ελληνική εκκλησία και στο μνημείο ενός Τούρκου άρχοντα, που ήταν τα δύο σκαλισμένα και κτισμένα στο βράχο κοντά στην πόλη. Εδώ προφυλάσσονταν μεν αρχικά από τη βροχή, αλλά εκάθονταν ο ένας επάνω στον άλλον, και όταν αργότερα τα πολλά νερά μπήκαν μέσα και εκεί, η κατάστασίς τους έγινε απελπιστική. Εκτός απ’ αυτό για μερικές μέρες τα τρόφιμα έλλειπαν σχεδόν εξ ολοκλήρου, ενώ πολλές φορές τη νύχτα τα στρατεύματα έπρεπε να μπουν στη γραμμή λόγω της μικρής αποστάσεως του τουρκικού σώματος που ευρίσκετο στην Κόρινθο.
Πρέπει να τονισθή επίσης ότι η παρουσία του Συντάγματος «Τακτικών» ήταν και σε αυτά τα γεγονότα πάρα πολύ χρήσιμη διότι, πράγματι, το Σύνταγμα εφύλαξε το φρούριο από τους ίδιους τους Έλληνες, οι οποίοι, χωρίς αυτό τον έλεγχο, θα είχαν πιθανώς εισβάλει πιο γρήγορα και θα είχαν δημιουργήσει αταξίες. Αλλά και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έκανε συχνά την αστυνόμευση όταν η αναταραχή στην πόλη υπερέβη τα όρια.
Σε ένα Ευρωπαίο θα φανή παράξενο ν’ ακούση ότι σε τέτοια περίπτωση ο αρχιστράτηγος του Μοριά που αρχικά εζήτησε ησυχία από το άνω φρούριο με διαπεραστική φωνή, αλλά ματαίως, και που διέταξε μάλιστα να πυροβολήσουν μερικές φορές ανάμεσα στους ταραξίες, τελικά κατέβηκε από τους βράχους, επικεφαλής 100 παλικαριών (τιμητική ονομασία για ικανούς πολεμιστές) και δεν σταμάτησε να ρίξη τη ράβδο του, πέτρες και ό,τι αντικείμενο βρήκε μπροστά του μέσα στο πλήθος, μέχρις ότου εχώρισε τους καυγαδίζοντες και αποκατέστησε την ησυχία.
Ήδη στην αφήγηση για την άλωση του Παλαμηδίου ανέφερα ότι η κατοχή του φρουρίου του Ναυπλίου είχε ένα απίστευτο όφελος για τους Έλληνες, διότι αυτοί όπως και οι Τούρκοι πίστευαν με σιγουριά πως από την τύχη του φρουρίου αυτού εξαρτιόταν η έκβασις όλου του πολέμου. Επίσης λόγω της θέσεώς του είναι ειδικά κατάλληλο για εμπορικό κέντρο. Πράγματι, λίγο μετά την κατάληψή του, οι εισπράξεις από δασμούς επαρκούσαν για τη συντήρηση μιας σημαντικής φρουράς. Αλλά κυρίως από στρατιωτικής απόψεως το Ναύπλιον προσφέρει το πλεονέκτημα ότι προστατεύει σχεδόν όλο το Μοριά από την εισβολή των Τούρκων. Διότι αυτοί, όσο πολυάριθμοι και αν ήταν και όσο καιρό κατείχαν την Κόρινθο, κράτησαν μόνο μία στενή λωρίδα, μεταξύ Κορίνθου και Πατρών και μετά την πτώση της Κορίνθου μόνο πια τα περίχωρα των Πατρών*.
ν. Mandelsloh
* Πόσο διαφορετική ακούγεται αυτή η εκθεσις ενός αυτόπτη μάρτυρα που συμμετείχε σε πολλά γεγονότα αν τη συγκρίνωμε με τις προφανώς πολύ επιπολαίως συλλαμβανόμενες περιγραφές φόνων και ερωτικές περιπέτειες με λαφυραγωγημένες Τούρκισσες, οι οποίες μας παρουσιάζονται τόσο γεναιόδωρα στο «Ταξίδι ενός αξιωματικού του πυροβολικού». (Essen, Bädeker, 1824) στη σελ. 54 και επ.![9]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου