Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ταξίδι με μοτοσυκλέτα στη Πελοπόννησο

http://www.countersteer.gr/2010/10/12/mototrip-peloponisos/Ήταν αρχές Μαΐου. Η βενζίνη είχε αρχίσει να χορεύει στον ξέφρενο ρυθμό των απανωτών αυξήσεων ενώ η άνοιξη μας καλούσε για άλλη μια χρονιά με τα μεθυστικά της χρώματα και αρώματα να εξερευνήσουμε και να ταξιδέψουμε σε άλλη μία περιοχή της Ελλάδας. Η απόφαση πάρθηκε μετά από μία συζήτηση με τον Αλέξη.

Κείμενο / Φωτογραφίες: Νίκος Αγγελάκης
Δύο – τρία τηλέφωνα ακόμα πέσανε, ένας καφές το μεσημέρι στο λιμάνι Χανίων και τελικά αποφασίσαμε να κάνουμε τον γύρο της Πελοποννήσου. Κανείς από τους δυο μας δεν είχε κάνει ποτέ ξανά ένα ολοκληρωμένο ταξίδι στην Πελοπόννησο και αν μη τι άλλο γνωρίζαμε ότι αυτή η περιοχή της Ελλάδας διαθέτει τοποθεσίες εκπληκτικής ομορφιάς αλλά και τεράστιας ιστορικής σημασίας.
Οι υποψήφιοι συνταξιδιώτες μας, αρχικά, ήταν πολλοί, αλλά τελικά ένας ακόμα ακολούθησε και αυτός πήρε την απόφαση τελευταία στιγμή. Βλέπετε, από τη μία η οικονομική κρίση που δεν σε αφήνει να ανασάνεις και να ξεφύγεις από έναν – παραδοσιακά σχεδόν -μίζερο τρόπο σκέψης και από την άλλη οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν τις αυθόρμητες λήψεις αποφάσεων. Ο Μανώλης, είπε το ναι λίγες μέρες πριν την αναχώρηση και όπως θα διαβάσετε και παρακάτω δεν το μετάνιωσε καθόλου γι αυτή του την απόφαση.

Προετοιμασία
Άλλοι λένε ότι η προετοιμασία είναι τόσο σημαντική όσο και το ταξίδι. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ένα ταξίδι μοτοσικλέτας που θεωρείται εξ ορισμού μία φυγή από την πραγματικότητα και μία κίνηση ελευθερίας πρέπει να διέπεται από αυθορμητισμό και αυτοσχεδιασμό, χωρίς πρόγραμμα και χρονοδιάγραμμα. Εγώ ανήκω κάπου στη μέση. Πιστεύω ότι η προετοιμασία είναι σημαντικότατη, ότι το μεγάλο μέρος του ταξιδιού πρέπει πρώτα να χαρτογραφηθεί, να μελετηθούν τα κύρια σημεία που θα επισκεφτείς καθώς και να συλλέξεις πληροφορίες για τις περιοχές, τα ιστορικά μνημεία, τις γαστρονομικές απολαύσεις και άλλες σημαντικές λεπτομέρειες όπως τιμές ξενοδοχείων, τιμές βενζίνης, διόδια κ.τ.λ.
Ο αυθορμητισμός και αυτοσχεδιασμός σαφώς και δεν απαγορεύονται διά ροπάλου, απεναντίας θεωρώ ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ακολουθηθεί ένα «πρόγραμμα» ταξιδιού κατά γράμμα αφού κανένας χάρτης και κανένας ταξιδιωτικός οδηγός δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για τις ομορφιές που θα συναντήσεις στην πορεία σου αλλά ούτε και να σου περάσει τα συναισθήματα που θα νιώσεις και τις εμπειρίες που θα βιώσεις.
Αφού πρώτα λοιπόν συλλέξαμε όσο περισσότερες πληροφορίες μπορέσαμε για την Πελοπόννησο και αφού σημειώσαμε τις τοποθεσίες που οπωσδήποτε θέλαμε να επισκεφτούμε πάνω στον χάρτη του gps κληθήκαμε να αποφασίσουμε αν είμαστε όλα τα άτομα της ομάδας διατεθειμένα να οδηγήσουμε 1600 χιλιόμετρα επαρχιακού δρόμου σε 4 μέρες ή αν θα προτιμούσαμε να δούμε λιγότερα μέρη από την Πελοπόννησο αλλά να έχουμε περισσότερο χρόνο στην διάθεσή μας για να απολαύσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα λίγα και επιλεγμένα σημεία. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Μας ήταν αδύνατο να αποκλείσουμε έστω και ένα από τα σημεία που θέλαμε να επισκεφτούμε. Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε την πρώτη μας επιλογή και να οδηγήσουμε τον γύρο της Πελοποννήσου και όχι να περιοριστούμε σε ένα μέρος αυτής.
Με τον χάρτη «έτοιμο», τα σημεία ενδιαφέροντος «περασμένα» στο gps και την διάθεσή μας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, επισκεφτήκαμε όλοι τον μηχανικό της προτίμησής μας για έναν τελευταίο έλεγχο στις μηχανές και service όπου χρειαζόταν για να μεταβούν όλα τα μέλη της ομάδας την επόμενη μέρα στο πανέμορφο πλοίο «Έλυρος» της ΑΝΕΚ εκτός από εμένα που είχα ήδη μεταβεί στην Αθήνα για άλλες υποχρεώσεις και θα τους συναντούσα το Σάββατο το πρωί στο λιμάνι για να ξεκινήσει το ταξίδι μας.
Η Πρώτη μέρα
Η καλή μέρα λένε από το πρωί φαίνεται. Έτσι και ήταν για όλα τα μέλη της ομάδας εκτός από τον Μανώλη ο οποίος δεν κατάφερε να κλείσει μάτι στο πλοίο εξ αιτίας του… συγχρονισμένου και χαοτικού ροχαλητού των δύο άλλων ενοίκων της καμπίνας στην οποία προσπαθούσαν ο Μανώλης και ο Αλέξης να κοιμηθούν.
Ο μεν Αλέξης, γνωστός για την αρρωστημένη αίσθηση του χρόνου που διαθέτει αλλά και για την τρομερή άνεση με την οποία μπορεί να κοιμηθεί δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα από τον «ακήρυχτο πόλεμο» που επικρατούσε δίπλα του. Ο Μανώλης όμως, πραγματικά δεινοπάθησε και δεν κατάφερε να κλείσει μάτι παραπάνω από μόλις δύο ώρες, όπως μας αφηγήθηκε το επόμενο πρωινό έξω από το πλοίο στην καφετέρια του λιμανιού.
- Πώς θα κάνω ρε παιδιά τόσα χιλιόμετρα εγώ σήμερα με τόσο λίγο ύπνο; Ήδη νοιώθω κομμάτια.
- Ας ξεκινήσουμε και βλέπουμε. Ίσως σταματήσουμε κάπου για έναν μεσημεριανό ύπνο και αναβάλουμε για άλλο ταξίδι κάποια σημεία, του απαντάω εγώ βλέποντας την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
Ξεκινήσαμε από τον Πειραιά λοιπόν και με οδηγό το gps κατευθυνθήκαμε για την εθνική οδό Αθηνών-Κορίνθου. Δεν πέρασε πολύ ώρα και βρεθήκαμε να περνάμε μέσα από την Κόρινθο. Ακολουθήσαμε για κάποια χιλιόμετρα την Π.Ε.Ο της Κορίνθου ψάχνοντας την «έξοδο» μας για το πρώτο ουσιαστικό σημείο έναρξης της διαδρομής μας με πρώτο προορισμό την Στυμφαλία λίμνη.
Στυμφαλία Λίμνη
Η Π.Ε.Ο. της Κορίνθου είναι ένας πολύ μικρός δρόμος με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά πλευρά και πάρα πολύ κίνηση σε όλο της το μήκος. Πρώτη στάση για ανεφοδιασμό σε βενζινάδικο που είχαμε ήδη σημειώσει στον χάρτη μας από πριν. Το είχαμε εντοπίσει από το παρατηρητήριο τιμών των πρατηρίων καυσίμων του υπουργείου μεταφορών και όπως καταλαβαίνετε η τιμή ήταν αρκετά χαμηλή σε σχέση με τα άλλα βενζινάδικα της περιοχής. Φουλάρουμε λοιπόν όλοι τα ντεπόζιτα μας και φεύγουμε από την Π.Ε.Ο. ακολουθώντας στενούς επαρχιακούς δρόμους αλλά με καλή άσφαλτο και προορισμό την Στυμφαλία λίμνη.


Οι στυμφαλίδες όρνιδες νικήθηκαν εδώ από τον Ηρακλή στον 5ο του άθλο. Η λίμνη της Στυμφαλίας είναι μία ελώδης λίμνη εξαιρετικής σημασίας λόγω της ιδιαίτερης πανίδας και χλωρίδας της. Το μεγαλοπρεπές βουνό της Κυλλήνης και ο Ολίγυρτος την περιβάλλει και όπου και αν κοιτάξεις ένα συναίσθημα ηρεμίας σε καταβάλλει και σε προτρέπει να σιωπήσεις για να χαρείς την ομορφιά του τοπίου. Η πρώτη μας στάση εδώ ήταν αναμφισβήτητα αναζωογονητική μετά από το κουραστικό πέρασμα της Π.Ε.Ο. Κορίνθου ενώ παράλληλα μας προετοίμαζε για τις ομορφιές που θα ακολουθούσαν στην συνέχεια της διαδρομής μας.
Λίμνη Δόξας / Φενεός
Με το μάτι μου και την προσοχή μου στραμμένη στο Μανώλη που φαινόταν ήδη πολύ κουρασμένος συνεχίσαμε την διαδρομή μας με προορισμό την Λίμνη Δόξα την τεχνητή λίμνη του Φενεού που αιχμαλωτίζει τις καρδιές και τα μάτια των περαστικών από την μοναδική ομορφιά της και το σχεδόν αλπικό ύφος της περιοχής.

Παντού μεγαλοπρεπή και καταπράσινα δέντρα και μία λίμνη που περιβάλλεται από έναν προσφάτως ασφαλτοστρωμένο δρόμο σε λίγα μέτρα απόσταση από την όχθη της. Αφού κάναμε τον γύρο της λίμνης με πολύ λίγα χιλιόμετρα για να την χαρούμε όσο το δυνατόν περισσότερο κάνουμε μία σύντομη στάση για να μαζευτούμε πάλι όλοι μαζί και να συνεχίσουμε την διαδρομή μας.
Βλέποντας τον Μανώλη πια πολύ κουρασμένο λόγω έλλειψης ύπνου αποφασίζουμε να κάνουμε μία στάση σε κάποιον από τους πολλούς ξενώνες της περιοχής για καφέ. Στάση λοιπόν στον ξενώνα «Αλεξίου» που βρίσκεται ζωσμένος στο πράσινο με θέα που κόβει την ανάσα σε ένα ήρεμο και φιλόξενο περιβάλλον.

Ευκαιρίας δοθείσης συζητήσαμε για το υπόλοιπο της διαδρομής της πρώτης ημέρας και κατά πόσο θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το πρόγραμμα που προέβλεπε διανυκτέρευση στη Βοϊδοκοιλιά ή αν θα έπρεπε να κλείσουμε την ημέρα μας σε ένα από τα γραφικά χωριά της Αρκαδίας όπως Δημητσάνα και Στεμνίτσα. Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το πρόγραμμά μας όπως προβλεπόταν και αν όταν περνούσαμε από Δημητσάνα νοιώθαμε κουρασμένοι να διανυκτερεύαμε στην περιοχή.
Σπήλαιο των Λιμνών / Καλάβρυτα
Ακολουθώντας μία όμορφη διαδρομή σπαρμένη με πράσινο και θέα την πεδιάδα του Φενεού από την μια μεριά και τα επιβλητικά βουνά από την άλλη συνεχίσαμε την πορεία μας με επόμενο προορισμό το Σπήλαιο των Λιμνών λίγα χιλιόμετρα μετά την Κλειτορία και κοντά στα Καλάβρυτα. Το σπήλαιο των λιμνών οφείλει το όνομα του στις πολλές μικρές λίμνες που σχηματίζονται στο εσωτερικό του και η μοναδικότητά του είναι το αποτέλεσμα της εκπληκτικής εσωτερικής του διαμόρφωσης σε τρία διαφορετικά επίπεδα, γεγονός που δεν έχει εντοπιστεί σε κανένα άλλο σπήλαιο του κόσμου.

Ιδιαίτερη σημασία προσδίδουν τα παλαιοντολογικά ευρήματα που έχουν βρεθεί, όπως απολιθωμένα οστά ανθρώπων και ζωικών ειδών μεταξύ των οποίων και ο ιπποπόταμος, γεγονός που έχει μεγάλη σημασία σε διεθνές επίπεδο. Ένας υπόγειος ποταμός ευθύνεται για την δημιουργία αυτού του μοναδικού δημιουργήματος της φύσης.
Ο μύθος λέει πως μέσα σε αυτό το σπήλαιο θεράπευσε ο Μελάμποδας τις κόρες του βασιλιά της Τίρυνθας. Η Προίτου, Λυσίππη, Ιφινόη και Ιφιάνασσα καυχήθηκαν ότι ήταν ωραιότερες από τη θεά Ήρα και περιφρόνησαν τους θεούς. Η σύντροφος του Δία δεν συγχώρεσε την αλαζονεία τους και σάλεψε τα λογικά τους, με συνέπεια να πιστέψουν πως ήσαν αγελάδες και τρέχοντας σε βουνά και λιβάδια της Πελοποννήσου, μεταδίδανε μανία παιδοκτονίας στις γυναίκες της Αργολίδας.
Φτάνοντας έξω από τον κύριο χώρο εισόδου του Σπηλαίου συναντήσαμε έναν εκπληκτικό άνθρωπο, έναν όμορφο γεράκο που μας τίμησε με τις ιστορίες του και την σοφία του. Ο Ιωάννης Γκλαβάς είναι μελισσοκόμος εδώ και πολλές δεκαετίες και η αγάπη του για το θαυματουργό αυτό προϊόν της φύσης που ονομάζεται μέλι φαινόταν σε κάθε του κίνηση. Παρά τα περίπου 80 του χρόνια έσφυζε ενέργειας και δύναμης – γεγονός που το αποδίδει ο ίδιος αποκλειστικά και μόνο στο μέλι που καταναλώνει κάθε μέρα – , ενώ δεν δίσταζε να «πειράζει» και τις συνομήλικες του κυρίες που ενδιαφερόντουσαν για ένα βαζάκι μέλι.

Αφού μας κέρασε κερήθρα με μέλι δικής του παραγωγής και λίγες κουταλιές από το βραβευμένο του νέκταρ τον ορίσαμε υπεύθυνο να ρίχνει μια ματιά που και που στις μοτοσικλέτες μας και στα μπαγκάζια ώστε να ανέβουμε εμείς πεζή προς την είσοδο του Σπηλαίου.
Παρά την έντονη μας επιθυμία να επισκεφτούμε το Σπήλαιο των Λιμνών, δυστυχώς η αναμονή που απαιτούνταν μέχρι να επιτραπεί στο επόμενο γκρουπ να περάσει μέσα στον χώρο καθώς και το γεγονός ότι είχαμε και δεύτερο σπήλαιο στο πρόγραμμα μας για να επισκεφτούμε (Σπήλαιο Δυρού) μας έκαναν να αλλάξουμε γνώμη και να αποχωρήσουμε αφού πρώτα περπατήσαμε λίγο στα πέριξ του χώρου.
Καβάλα λοιπόν πάλι στις μοτοσικλέτες μας οδεύοντας προς Καλάβρυτα. Μία μικρή στάση έξω από την είσοδο της πόλης δίπλα στον τόπο θυσίας που βρίσκεται στο σημείο αναλογιζόμενοι τις δραματικές στιγμές που έζησε η πόλη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό ηλικίας 13 ετών και άνω.
Με αυτά και μ’ αυτά στο μυαλό μας συνεχίσαμε αναζητώντας δρόμους στριφτερούς, καταπράσινα βουνά, τον οδηγικό μας παράδεισο και στιγμές απολύτου ηρεμίας ακολουθώντας την διαδρομή Καλάβρυτα – Αλέσταινα μέσω Αροάνιας με διακαή πόθο μία στάση για τσιγάρο θαυμάζοντας την θέα προς τα Αφροδίσια Όρη.
Αφροδίσια Όρη
Οι ευσεβείς μας πόθοι ανταμείφθηκαν και με το παραπάνω. Εκτός της πανέμορφης αλλά σχετικά απαιτητικής οδικά διαδρομής έφτασε και η στιγμή που αντικρίσαμε απέναντι μας την ομορφιά που κλέβει την ανάσα κάθε παρατηρητή. Τα Αφροδίσια Όρη.

Οι Πλαγιές καταπράσινες ενώ το καστανόδασος του όρους θυμίζει σε κάθε έναν από εμάς, τους μικρούς και επιπόλαιους θνητούς, ότι η αιωνιότητα είναι ένα μυστικό που η φύση κρατάει κρυμμένο στα σπλάχνα της και το προβάλει σε κάθε ενδιαφερόμενο για να το θαυμάσει με σεβασμό και ταπεινότητα, αρκεί να κρατάει το κεφάλι του ψηλά, τα μάτια του ανοιχτά και την ψυχή του καθαρή. Ακριβώς απέναντι από αυτή την μοναδική θέα, σταματήσαμε για τσιγάρο, κουβεντούλα και περισυλλογή. Ένα παγκάκι τοποθετημένο σε σημείο που σαφώς σε καλύτερο δεν θα μπορούσε να βρίσκεται, μας καλούσε να αναπαύσουμε τα κουρασμένα κόκκαλα μας και τους πιασμένους μας μύες στο σημείο που η Θεά Αφροδίτη συναντιόταν κρυφά με τον παράνομο εραστή της, τον Θεό του πολέμου, Άρη!

Η ματιά μου, μια περιπλανιόταν στο απέραντο πράσινο και στα παιχνίδια σκιών που έπαιζαν το ένα βουνό με το άλλο και τον ήλιο πάνω από όλους σαν βασιλιάς δίκαιος και αυστηρός, και την άλλη στους φίλους και συνταξιδιώτες μου. Εικόνες και συναισθήματα που γεμίζουν κάθε άνθρωπο με ευτυχία συνειδητοποιώντας για άλλη μια φορά ότι ακόμα και η ελάχιστη, η πιο μικρή λεπτομέρεια, το πιο ταπεινό σκηνικό της ζωής, μία στάση για τσιγάρο παρέα με φίλους σε έναν τόπο όμορφο ορισμένες φορές είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσες να ζητήσεις για την ζωή σου.

Επειδή όμως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, μιας και ο άνθρωπος, – σαν ιδιόμορφο ον που είναι- αναζητεί συνεχώς νέες εμπειρίες και εικόνες, έτσι και εμείς, αφήσαμε πίσω τη μυστικιστική ομορφιά των Αφροδισίων όρων προς αναζήτηση νέων περιοχών και με επόμενο προορισμό μας την Αρχαία Ολυμπία. Λίγο μετά το σημείο της στάσης μας και ακολουθώντας τον χάρτη από το gps βρισκόμαστε σε έναν εντόνως κατηφορικό χωμάτινο στενό δρόμο όπου και αναρωτηθήκαμε αν ακολουθούμε τη σωστή διαδρομή ή αν έχουμε χάσει την πορεία μας.

Αφού σιγουρευτήκαμε για το ορθόν της επιλογής μας συνεχίσαμε με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα μιας και ουσιαστικά βρισκόμασταν σε ένα λεκανοπέδιο που σχηματίζεται από τα πέριξ βουνά με μονοπάτι χωμάτινο το οποίο λίαν συντόμως κινδύνευε να μετατραπεί σε απέραντη λασπουριά και να αποκλειστούμε για αρκετές ώρες (ίσως και για το υπόλοιπο της ημέρας) στην περιοχή αν έβρεχε. Και ο καιρός δεν αστειευόταν καθόλου. Τα σύννεφα κατάμαυρα και απειλητικά μας είχαν ζώσει από παντού και οι πρώτες «αναγνωριστικές» σταγόνες άρχισαν να πέφτουν πάνω στον ρουχισμό και τα κράνη μας.

Με κομμένη την ανάσα λοιπόν και σχεδόν στις «μύτες των ποδιών μας» (για να μην ξυπνήσουμε την οργή του θεού Άρη που περνούσε την ώρα του εκεί με την θεά Αφροδίτη) καταφέραμε και «πατήσαμε» σε άσφαλτο όταν άρχισε πια να πέφτει κανονικά η βροχή. Συνεχίσαμε με πορεία δυτικά και επόμενη στάση προς την Αρχαία Ολυμπία χωρίς όμως να λογαριάζουμε αυτό που θα αντιμετωπίζαμε αμέσως μετά και λίγα μόλις χιλιόμετρα πριν τον προορισμό μας. Ενώ η βροχή έπεφτε κανονικά αλλά σε λογικά και υποφερτά επίπεδα, ξαφνικά, ανοίγουν οι κρουνοί του ουρανού, μαυρίζει ο τόπος, αστραπές και βροντές σκίζουν την ατμόσφαιρα και χτυπούν με αδυσώπητη μανία την γη δίπλα μας και χωρίς υπερβολή η χαλαρή απογευματινή οδήγηση αίφνης μετατρέπεται σε μάχη με τα αλλεπάλληλα κύματα ανέμου και βροχής .
Τα χ.α.ώ. άρχισαν να πέφτουν από τα 80 στα 60 στα 40 μέχρι που φτάσαμε σε σημείο πια να μην βλέπουμε τίποτα απολύτως από την τόσο έντονη βροχόπτωση και αναγκαστήκαμε να συνεχίζουμε με τα πόδια κατεβασμένα στην άσφαλτο και ταχύτητα που δεν ξεπερνούσε τα 5-10 χ.α.ώ. ψάχνοντας απεγνωσμένα με την περιττή όραση που μας απέμενε ένα σημείο να κουρνιάσουμε μέχρι να περάσει η μπόρα χωρίς να συναντάμε τίποτε άλλο μπροστά μας από απέραντη ξεραίλα και ούτε ένα κτίριο στον ορίζοντα.
Εκεί που, εξουθενωμένοι πια, είχαμε σχεδόν αποδεχτεί την μοίρα μας και ενώ φλερτάραμε στενά πια με την πτώση στην υγρή άσφαλτο, ξεπροβάλει ένα μικρό εκκλησάκι στην μέση του πουθενά στο οποίο ενώ οι τοίχοι του δεν διέθεταν ούτε ένα (!) πρεβάζι και η βροχή το κτυπούσε αλύπητα από παντού, είχε εντούτοις ορθάνοικτες τις πόρτες του.
Παρατήσαμε τις μηχανές όπου θεωρήσαμε ότι βρίσκονται σε σχετικά ασφαλές σημείο, τανκ μπαγκς, σκηνές και ρουχισμός έμειναν πάνω σε αυτές να «σφυροκοπούνται» ασταμάτητα από τα κτυπήματα της τρελής αυτής μπόρας κι εμείς σκυφτοί και με γοργά, μικρά και ελαφρώς συρτά βηματάκια σπεύδουμε, σαν βρεγμένες γάτες, μέσα στην εκκλησία. Περνώντας το κατώφλι και βρισκόμενοι πια μέσα στην εκκλησία δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου αφού καθ’όλη τη διάρκεια αυτής της αναπάντεχης περιπέτειας, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, κόλλησε στο μυαλό μου η σχεδόν τραγελαφική εικόνα του Αστερίξ και Οβελίξ αγκαλιασμένοι και με πόδια να τρέμουν να παρακαλούν τον Τουτατίς να μην πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους. Δεν μπόρεσα να μην κάνω τον αστείο παραλληλισμό όταν συνειδητοποίησα πώς τρεις μαντραχαλαίοι τα παράτησαν όλα στο έλεος της βροχής και έτρεξαν πανικόβλητοι μέσα στην εκκλησία.
Δημητσάνα
Περιμένοντας την μπόρα να περάσει αποφασίσαμε να παρακάμψουμε την Αρχαία Ολυμπία μιας και παρόλο που βρισκόμαστε πολύ κοντά πια στον προορισμό –μόλις 10 χιλιόμετρα – δεν είχαμε την διάθεση να περιδιαβαίνουμε και να εξερευνούμε βρεγμένοι τον χώρο που σίγουρα απαιτούνται πολλές ώρες και διάθεση για να χαρείς την ομορφιά του και να γνωρίσεις καλύτερα την ιστορική του αξία. Με μισή καρδιά και με αισθήματα ενοχής για την απόφασή μας, οδεύουμε ελαφρώς βρεγμένοι (φορούσαμε αδιάβροχα) προς το επόμενο σημείο της διαδρομής μας, μέσα στον Νομό Αρκαδίας και συγκεκριμένα στην πανέμορφη Δημητσάνα.

Η διαδρομή ήταν μοναδική αφού όσο ανεβαίναμε το υψόμετρο σε χαλαρούς ρυθμούς, και ενώ ο ήλιος ξεκινούσε σιγά σιγά να πέφτει, τα δέντρα με τις σταγόνες της βροχής στα φύλλα τους άλλαζαν χρώμα και έλαμπαν σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα ενώ το τοπίο που μας περιέβαλλε προκαλούσε κάθε αίσθησή σου και μετά δυσκολίας κατάφερνες να συγκρατήσεις την ματιά σου στον δρόμο.

Δυστυχώς όμως, όσο ανεβαίναμε υψόμετρο άλλο τόσο έπεφτε και η θερμοκρασία. Η χαμηλή θερμοκρασία σε συνδυασμό με τον παγωμένο αέρα και τα βρεγμένα μας γάντια και ευαίσθητα σημεία, μας ταλαιπώρησε λιγάκι και σε αρκετά σημεία δέχτηκα τα «πυρά» των συνταξιδιωτών μου. Κάθε φορά που με ρωτούσαν αν έχουμε ακόμα πολλά χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουμε Δημητσάνα εγώ τους απαντούσα με βλέμμα σιγουριάς και χαλαρότητας: «σε 5 λεπτά είμαστε εκεί». Βέβαια τα 5 λεπτά γίνανε παραπάνω από 40 κι εγώ κινδύνεψα να πέσω σε 2-3 στροφές από τις κατάρες των αγαπητών κατά τ’άλλα φίλων και συνταξιδιωτών μου…
Μέσα στην απελπισία του Αλέξη και Μανώλη που σχεδόν πια ένοιωθα τα βλέμματά τους να με κόβουν στα δύο από εκνευρισμό και κούραση, ξεπροβάλλει στο τέλος της στροφής ένα χωριουδάκι πάνω στην πλαγιά ενός βουνού. Ο ήλιος είχε πια κρυφτεί πίσω από τα παντοδύναμα όρη και τα δέντρα σαν σκιές γιγάντων περικύκλωναν την Δημητσάνα. Τα φώτα από τα πέτρινα σπιτάκια με τις κεραμιδωτές σκεπές τους τρεμόπαιζαν παιχνιδιάρικα μέσα στην βαριά και πυκνή ορεινή ατμόσφαιρα ενώ πλήθος κόσμου, επισκέπτες από άλλες περιοχές της Ελλάδας, περπατούσαν στους στενούς δρόμους του χωριού με βήμα γαλήνιο και χαμογελαστά πρόσωπα.

Το περπάτημα ενός ανθρώπου μπορεί να αποκαλύψει πολλά στοιχεία του χαρακτήρα του. Ο αγχωμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος της πόλης δεν περπατάει ποτέ αλλά σχεδόν τρέχει. Τα μάτια του είναι καρφωμένα σε ένα σημείο και τα χέρια του πάλλονται δεξιά αριστερά. Οι κινήσεις του είναι συνήθως ασυντόνιστες και σπασμωδικές.
Ο καταβεβλημένος άνθρωπος ή ο άνθρωπος της μοναξιάς και της απελπισίας περπατεί σκυφτός, σκυθρωπός, το κεφάλι κατεβασμένο να συναντά η ματιά του τα Τάρταρα. Τα χέρια κολλημένα στο σώμα, εγκλωβισμένος, φυλακισμένος όπως και το μυαλό του. Έχει εγκαταλείψει πια κάθε προσπάθεια, έχει χάσει κάθε ελπίδα. Έχει προ πολλού εγκαταλείψει την αξιοπρέπειά του και την αρχοντιά του.
Ο άνθρωπος όμως του χωριού, ο άνθρωπος που βρίσκεται κοντά στη φύση ή που καταφέρνει να ξεγελάσει την καθημερινότητα και τα άγχη της πόλης δεν πορπατεί σκυφτός ούτε με σπασμωδικές κινήσεις. Απεναντίας, η κίνησή του είναι ποίηση, γραμμική και ενιαία. Χορός συγκροτημένος. Το ένα βήμα οδηγεί στο άλλο. Πατάει σταθερά στη γη που τον φιλοξενεί, το σώμα του είναι όρθιο και υπερήφανο, η ματιά του γαληνεύει και συντροφεύει, το χαμόγελό του ζεσταίνει την καρδιά. Είναι άρχοντας και αισιόδοξος. Γνωρίζει που πατεί και που πηγαίνει και ακόμα και όταν δεν γνωρίζει τον δρόμο για τον προορισμό του, ξέρει ότι θα φτάσει σίγουρα. Αργά ή γρήγορα θα φτάσει. Αργά ή γρήγορα. Εξ άλλου αυτό σημαίνει και η παρετυμολογική αναγωγή της λέξης άνθρωπος. Άνθρωπος. Άνω + θρώσκω + όπωπα (αρχαίας παρακείμενος του όρω, δηλαδή βλέπω). Με λίγα λόγια ο άνθρωπος είναι το ον που κοιτάζει και κινείται προς τα εμπρός, άρα είναι γεμάτος αισιοδοξία και στόχους.
Με αυτές τις εικόνες και σκέψεις στο μυαλό μου ανηφορίζουμε προς την κορυφή του χωριού ψάχνοντας ξενώνα για να περάσουμε το βράδυ εκεί. Αφήνουμε τις μηχανές μας έξω από έναν όμορφο πέτρινο ξενώνα και κλείνουμε δύο πανέμορφες και χαμηλοτάβανες σοφίτες. Ίσως η επιλογή να έγινε υποσυνείδητα μιας και οι χτύποι του κεφαλιού μας στα μασίφ δοκάρια λειτούργησε ανασταλτικά στην πλήρη και ολοκληρωτική σωματική κατάρρευση για το υπόλοιπο της βραδιάς.
Εγώ έκλεισα μία σοφίτα με τον Αλέξη στην οποία θα μοιραζόμασταν ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι ενώ στην άλλη σοφίτα ο Μανώλης θα περνούσε την βραδιά μόνος του. Αφού τακτοποιηθήκαμε στον χώρο και αραδιάσαμε όλη μας την πραμάτεια σε ο,τιδήποτε εξέπεμπε θερμοκρασία για να στεγνώσουν μέχρι το επόμενο πρωινό και αφού καθαρίσαμε τα κορμιά μας στο υδρομασάζ που διέθετε η ντουζιέρα της σοφίτας κατεβήκαμε για δείπνο και βόλτα στην πανέμορφη Δημητσάνα. Στενά σοκάκια, όμορφα και περιποιημένα καταστήματα και παραδοσιακά καφενεία, παντοπωλεία, γεροντάκια στις καρέκλες να πίνουν το ποτό τους χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Με αργό βήμα καταλήξαμε σε μία ταβέρνα όπου επιδοθήκαμε σε διαγωνισμό ταχυφαγίας και πολυφαγίας. Βλέπετε η οδήγηση μοτοσικλέτας απαιτεί πολύ ενέργεια και αυτή η ενέργεια πρέπει απαραιτήτως να αναπληρωθεί με την πρώτη ευκαιρία.

Μετά το φαγητό σταματήσαμε για επιδόρπιο σε ένα μαγαζί παραδίπλα από τον ξενώνα μας που σέρβιρε λουκουμάδες κάθε είδους. Γνωρίσαμε τις δύο κοπέλες που δουλεύανε εκεί και ανταλλάξαμε συμβουλές για ταξιδιωτικούς προορισμούς σε Πελοπόννησο και Κρήτη ενώ στην πρόσκλησή τους για ποτό σε μπαρ της Δημητσάνας αναγκαστήκαμε να αρνηθούμε λόγω κούρασης αλλά και αφού την επόμενη μέρα θα έπρεπε να σηκωθούμε αρκετά πρωί για να συνεχίσουμε την διαδρομή μας.
Βουρ για καταρράκτες της Νέδας
Το επόμενο πρωινό, ντυμένοι και με τα μπαγκάζια στεγνά και δεμένα στη μηχανή, καθίζουμε για πρωινό σε παρακείμενο του ξενώνα καφενείο απολαμβάνοντας έναν διπλό βαρύ ελληνικό και τρώγοντας γαλατόπιτες όπου και περιμέναμε τον φίλο του Μανώλη, Θάνο, που είχε ξεκινήσει χαράματα από Αθήνα για να μας συναντήσει στη Δημητσάνα και να ακολουθήσει την διαδρομή μας μέχρι και την επόμενη ημέρα.
Σήμερα είχαμε στο πρόγραμμα επίσκεψη στους επιβλητικούς καταρράκτες του ποταμού της Νέδας και διανυκτέρευση στη παραλία Βοϊδοκοιλιά. Αφού λαδώσαμε τις αλυσίδες και καθαρίσαμε ζελατίνες από τα κράνη, ανεβαίνουμε στα πιστά μοτοσακά μας και ξεκινάμε ανανεωμένοι και ξεκούραστοι να καταπιούμε ατελείωτα χιλιόμετρα και μοναδικές εικόνες γεμάτες χρώματα, αρώματα κι αισθήσεις.

Ακολουθούμε την πανέμορφη διαδρομή από Δημητσάνα – Στεμνίτσα – Καρύταινα – Στρόγγυλο – Ανδρίτσαινα – Πλατάνια. Λίγο πρίν τα Πλατάνια ακολουθούμε έναν χωμάτινο παράδρομο τον οποίο κατηφορίσαμε μέχρι τα όρια του με τον ποταμό της Νέδας όπου και αφήσαμε τις μηχανές μας αφού πρώτα δέσαμε όλα τα κράνη μας και ξεκινήσαμε περπατώντας στο μονοπάτι δίπλα από τον ποταμό ψάχνοντας τον διάσημο μεγάλο καταρράκτη.
Οι νεράιδες ήταν πανέμορφες νεαρές γυναικείες μορφές με θεϊκή καταγωγή που δεν ήταν αθάνατες αλλά ζούσαν πάρα πολλά χρόνια κοντά στις πηγές και στα ποτάμια και τρέφονταν με αμβροσία. Προστάτιδες της νιότης, των παρθένων και των αρραβωνιασμένων. Μία από αυτές, η Νέδα έδωσε τ΄ όνομά της στο ποτάμι, το μόνο με θηλυκό όνομα στην Ελλάδα. Κι όπως κάθε θηλυκό θέλει ιδιαίτερη προσοχή για να το προσεγγίσεις και να το κατακτήσεις.

Περπατώντας μέσα στο φαράγγι, το γεμάτο πλατάνια, αγριοβελανιδιές, συκιές, κουμαριές και πουρνάρια που διασχίζει το ποτάμι, οι συντρόφισσες της Άρτεμης, της Αφροδίτης και του Πάνα στους χορούς και τα τραγούδια, οι θυγατέρες του Δία Αιγιόχου του θεού της θύελλας, οι νύμφες, θαρρείς και θα ξεπεταχτούν μπροστά σου καθώς βαδίζεις μέσα στα νερά του ποταμού ή τα φιδογυριστά μονοπάτια που τον ακολουθούν στις όχθες του.
Ανεβοκατεβαίνοντας τα στενά μονοπάτια αισθήσεις μεθυστικές εισβάλουν στα έγκατα του μυαλού σου καθώς το κελάρυσμα των νερών του ποταμού της Νέδας ενώνεται με το κελάηδισμα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων των δέντρων και την βαριά ανάσα των κουρασμένων περιπατητών.

Ένα οργιαστικό παιχνίδι των αισθήσεων, μέσα σε ένα παρθένο τοπίο χωρίς ανθρώπινες επεμβάσεις με συχνές εναλλαγές, πλούσια βλάστηση, διαυγή νερά, μυρωδιές κι ακούσματα που σε τυλίγουν, καταλαμβάνει όλη σου την ύπαρξη και με παιδική ανυπομονησία συνεχίζεις εξερευνώντας τον ποταμό ψάχνοντας να βρεις τον μεγάλο καταρράκτης της Νέδας. Ένας καταρράκτης ύψους 20 μέτρων με δυνατά και κατάλευκα νερά καταλήγει σε μία λίμνη με χρώματα τυρκουάζ περικυκλωμένη από πυκνή βλάστηση και πελώρια δέντρα καρφωμένα πάνω στους βράχους σε οριζόντια και κάθετη διάταξη.
Εικόνες του καταρράκτη είχαμε δει από το ίντερνετ αλλά τίποτα δεν μπορούσε να μας προετοιμάσει, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, για αυτό που θα αντικρίζαμε με τα ίδια μας τα μάτια. Μετά από πολύ περπάτημα και αρκετή ώρα ψάξιμο – μιας και ο μεγάλος καταρράκτης είναι καλά κρυμμένος και έξω από το κύριο μονοπάτι – ακούμε τον κρυστάλλινο αχό των νερών να χτυπάνε με δύναμη πάνω στα βράχια και τα νερά της λίμνης. Η εικόνα μαγευτική. Ένα ζευγάρι καθόταν δίπλα στον καταρράκτη, πάνω στα βράχια και κοίταζε υπνωτισμένο τα νερά που χτυπούσαν με μανία, ένας τουρίστας μέσα στη λίμνη να χαλαρώνει στα παγωμένα νερά που μόνο υγεία και ευεξία χαρίζουν.

Εμείς να περπατάμε σαλεμένοι, με βήμα αργό, το στόμα μας ανοιχτό από τις πρωτόγνωρες εικόνες και ήχους που σφηνώθηκαν στο βάθος του μυαλού μας, προσέχοντας μην πέσουμε μέσα στο ποτάμι, φτάνουμε στις όχθες της μικρής λίμνης και σηκώνουμε το κεφάλι για να θαυμάσουμε τον καταρράκτη σε όλη του την μεγαλοπρέπεια που βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα μπροστά μας.
Ένα συναίσθημα ηρεμίας μας συνεπαίρνει. Πατώντας στην γη αυτή, ακούγοντας τον ήχο του καταρράκτη, οι δονήσεις των νερών που ξετυλίγουν την χάρη τους χαϊδεύοντας τους βράχους, διαπερνάνε το σώμα σου, ξετινάζουν όλες σου τις αισθήσεις και η μέθη αυτή των αισθήσεων οδηγεί τους κτύπους της καρδιάς, ξυπνάει βαθύτερα συναισθήματα, παλιές αναμνήσεις, ό,τι ομορφότερο έχεις κρύψει στα έγκατα της ψυχής σου ανασταίνεται μονομιάς.

Όλα ενώνονται, γίνονται ένα και βρίσκεσαι να αιωρείσαι ψυχικά σε φωτεινό κενό με τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι γυρμένο προς τα πίσω. Ανοίγεις τους πνεύμονες για να ρουφήξεις το άρωμα του φρέσκου οξυγόνου, οι πόροι του δέρματος σου διαστέλλονται για να επιτρέψουν στις σταγονίδες του νερού να διαπεράσουν το σώμα σου, οι ήχοι του περιβάλλοντος οδηγούν τον χορό του μυαλού και τα χρώματα καθορίζουν την παλέτα των σκέψεων.
Ο Αλέξης, αλαφιασμένος από την τρομακτική δύναμη της φύσης πάνω μας, πετάει μονομιάς τα ρούχα του και βουτάει μέσα στα παγωμένα νερά. Συνηθισμένος ψαροντουφεκάς και κολυμβητής παντός καιρού, δεν άργησε το σώμα του να συνηθίσει στην χαμηλή θερμοκρασία και αμέσως βρέθηκε κάτω από τα νερά του καταρράκτη και μέσα από τα γαλανά χρώματα της λίμνης μας κοιτούσε χαμογελαστός και ευτυχισμένος ενώ σχεδόν μας παρακαλούσε να πάρουμε και οι υπόλοιποι την απόφαση να βουτήξουμε μαζί του. Δεν έπρεπε να χάσουμε την ευκαιρία. Έβλεπες στα μάτια του ότι η βουτιά στα παγωμένα νερά, στο σώμα της νεράϊδας Νέδας, ήταν μονόδρομος και κάθε άλλη απόφαση μόνο απογοήτευση και μετανιωμό θα προκαλούσε αργότερα. Δανείζομαι το μαγιό του Μανώλη και ακολουθώ τον Αλέξη.
Το άγγιγμα στα τόσο παγωμένα νερά ήταν σαν να διαπερνάει το σώμα σου ρεύμα 10.000 βολτ. Μία φωνή σαν κλάμα γέννας δραπετεύει από τα έγκατα του σώματός μου και μετά η απόλυτη ηρεμία. Εμπειρία ζωής, δίχως καμία αμφιβολία. Βγαίνοντας έξω επιστρέφω το μαγιό στον Μανώλη για να βουτήξει κι αυτός μαζί με τον Θάνο ενώ εγώ γυμνός ξαπλώνω σε έναν βράχο δίπλα στα ταραγμένα νερά για να στεγνώσω νοιώθοντας πια τους παλμούς της καρδιάς μου να χτυπάνε με τον ελάχιστο ρυθμό. Η απόλυτη ηρεμία και ένα αίσθημα ελευθερίας αγκάλιασε όλο μου το είναι και το κάθε δευτερόλεπτο περνούσε από δίπλα μου γεμάτο. Ούτε μία στιγμή δεν πήγε χαμένη.
Γεύτηκα την δύναμη και την ομορφιά της φύσης όσο καλύτερα μπορούσα, τα χέρια της Νέδας αγκάλιασαν το σώμα μου και ξέπλυναν με χάρη την ψυχή μου, πήρα δυνάμεις τρομερές από τα νερά αυτά και άφησα πίσω μου, σαν ελάχιστη πληρωμή στην ομορφιά της νεράϊδας Νέδας, μέρος της ίδιας της ψυχής μου.
Το ταξίδι με μοτοσικλέτα είναι ευχή και κατάρα. Προσφέρει τρομερές συγκινήσεις, βλέπεις εικόνες που δεν μπορείς να παρατηρήσεις με κανένα άλλο μεταφορικό μέσο. Θα επεκταθώ περισσότερο για αυτό το συναίσθημα και την φιλοσοφία της μοτοσικλέτας σε επόμενο άρθρο. Προς το παρόν θα αρκεστώ μόνο σε μία επιφανειακή ανάλυση της παραπάνω φράσης. Ευχή και κατάρα λοιπόν μιας και ό,τι βλέπεις, το βλέπεις τις περισσότερες φορές για λίγο.
Εκεί που οι αισθήσεις του μυαλού ανοίγουν τις πύλες του και σου επιτρέπεται να ρίξεις κλεφτές ματιές μέσα στα έγκατα των σκέψεων σου, καλείσαι σύντομα να κλείσεις πίσω σου την πόρτα για να την ξανανοίξεις αργότερα σε κάποιο άλλο προορισμό.Σε άλλη διαδρομή και νέες εμπειρίες. Ό,τι βλέπεις και βιώνεις το βιώνεις έντονα. Εντονότατα. Αλλά ποτέ δεν παίρνεις αρκετό για να χορτάσεις. Συνεχίζεις για νέους προορισμούς, νέες εικόνες, σε μία συνεχή αναζήτηση, έναν ασταμάτητο ψυχοσωματικό αγώνα κάθαρσης.
Και όσο ταξιδεύεις κρατάς φυλακισμένες στο μυαλό σου τις εικόνες των τοποθεσιών που συνάντησες λίγα μόλις λεπτά ή ώρες πριν. Μέχρι η ματιά σου να φυλακιστεί από ένα νέο συναίσθημα. Και συνεχίζεις ασταμάτητα το ταξίδι του Οδυσσέα, αναζητώντας τον δρόμο της επιστροφής προς την Ιθάκη. Σε ένα ταξίδι που σε κάνει πάντα λίγο πιο σοφό, λίγο πιο ώριμο, λίγο πιο συγκροτημένο αλλά με τίμημα βαρύ την γνώση της ομορφιάς και απεραντοσύνης που μας περιβάλλει.
Βοϊδοκοιλιά
Στεναχωρημένος που αφήνω πίσω μου τους καταρράκτες της Νέδας αλλά γνωρίζοντας ότι σύντομα θα δω και θα ζήσω και πάλι έντονες συγκινήσεις ταξιδεύοντας με την μοτοσικλέτα και τους φίλους μου, ξεκινάμε με επόμενο προορισμό την παραλία Βοϊδοκοιλιά στο οποίο σημείο και θα στήναμε σκηνές για να περάσουμε το βράδυ.
Η Βοϊδοκοιλιά είναι μία από τις πιο δημοφιλείς παραλίες της Μεσσηνίας. Αποτελείται από έναν απολύτως συμμετρικά στρογγυλό κόλπο 180 μοιρών και δύο βράχους που σχηματίζουν ένα στενό άνοιγμα από το οποίο περνάνε τα καταγάλανα νερά του Ιουνίου πελάγους. Στα αριστερά της παραλίας βρίσκεται ο λόφος του Προφήτη Ηλία και από την απέναντι το Παλαιόκαστρο. Οι δύο βράχοι σχηματίζουν μία μοναδική εικόνα, μία πύλη καρφωμένη μέχρι τα έγκατα της γης και η εικόνα της συμμετρίας ταλανίζει και τον πιο καλοπροαίρετο παρατηρητή για την ευφυΐα της χαοτικής διαδικασίας δημιουργίας των πάντων. Δίπλα και πίσω από την παραλία βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Διβαρίου, ο μεγαλύτερος υδροβιότοπος της Μεσσηνίας.
Για να φτάσουμε στην παραλία ακολουθήσαμε την διαδρομή Πλατάνια – Κοπανάκι – Κυπαρίσσια – Βοϊδοκοιλιά. Στα Κυπαρίσσια σταματήσαμε για σουβλάκι και στην συνέχεια εφοδιαστήκαμε από ένα παντοπωλείο παντός είδους γαριδάκια, σαλάμια, τυριά, τσίπουρο και άλλα αλκοολούχα ποτά, λίγες σοκολάτες, ψωμί και νερό. Να έχουμε να μασουλάμε και κάτι το βράδυ δίπλα στις σκηνές. Φτάνοντας στην παραλία αντικρίζουμε πρώτα τον έναν βράχο ο οποίος έστεκε επιβλητικά πάνω στην θάλασσα και ξεκινάμε προς αναζήτηση της κατάλληλης τοποθεσίας για να στήσουμε τις σκηνές μας.

Εγώ, γνωρίζοντας ότι σύντομα ο ήλιος θα δύσει, άφησα πίσω μου τους υπόλοιπους να στήσουν μόνοι τους τις σκηνές για να προλάβω να τραβήξω φωτογραφίες του σούρουπου πριν πέσει τελείως ο ήλιος. Έτρεξα στην παχιά άμμο ακολουθώντας την όχθη της παραλίας, με σκοπό να φτάσω ακριβώς απέναντι από το άνοιγμα που σχηματίζουν οι δύο βράχοι με θέα το Ιόνιο πέλαγος. Η κάμερα ήταν ήδη ανοικτή και με το που φτάνω στο σημείο μαγεύομαι από τον εκπληκτικό χρονισμό και την άψογη συμμετρία που σχηματίστηκε εκείνη ακριβώς την στιγμή μπροστά στα μάτια μου. Δύο βράχοι να σχηματίζουν μια στενή οπή απ’ όπου τα νερά γεμίζουν τον συμμετρικό κόλπο της Βοϊδοκοιλιάς και ακριβώς στο κέντρο αυτής της στενής οπής, ακουμπισμένος πάνω στην θάλασσα, στο βάθος του ορίζοντα, ο ήλιος να λούζει με τα πορτοκαλί, μωβ και φούξια χρώματα του θάλασσα και ουρανό. Οι βράχοι χρωματισμένοι με χρυσοκάστανες αποχρώσεις, τα νερά να λαμπυρίζουν σε μωβ ανταύγειες, ο ουρανός ξανθός και μωβ και τα μικρά σύννεφα δεξιά και αριστερά του ήλιου να συνθέτουν μία εικόνα που δύσκολα συλλαμβάνει και επεξεργάζεται ο ανθρώπινος νους. Οι φωτογραφίες έπεφταν κατά ριπάς. Άνοιγα, έκλεινα το σάτερ, έπαιζα με το διάφραγμα, άλλαξα φακούς, έκανα ό,τι μπορούσα για να αιχμαλωτίσω όσο πιο πειστά μπορούσα το συναίσθημα που προκαλούσε η εικόνα αυτή και όχι την εικόνα και μόνο.
Ο ήλιος είχε πια πέσει όταν έπεστρεψα στον χώρο που οι συνταξιδιώτες μου είχαν πια στήσει τις σκηνές για να εισπράξω φωνές και πειράγματα επειδή δεν βοήθησα καθόλου στο στήσιμο τους. Τακτοποιώ τα πράγματα μου μέσα στη σκηνή, βάζω μία χαλαρή αθλητική φόρμα και παντοφλίτσες και καθόμαστε στη συνέχεια όλοι μαζί να φάμε αυτά που είχαμε μαζί μας, να πιούμε λίγο τσίπουρο και να περάσουμε το βράδυ μας κάτω από τ’ αστέρια και δίπλα στον ήχο του απαλού παφλασμού των νερών της Βοϊδοκοιλιάς.
Το επόμενο πρωινό, ανανεωμένοι και ξεκούραστοι ετοιμάζουμε ταχέως τα πράγματά μας πάνω στις μηχανές που από την υγρασία ήταν σαν να είχαν βγει μόλις από το πλυντήριο ενώ βατράχια χοροπηδούσαν πάνω στη σέλα και ξεκινάμε για πρωινό στην πανέμορφη Πύλο, την αρχαία αυτή πόλη που αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που ιδρύθηκε απ’ τον μυθικό Πύλο και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιο. Από ψηλά αντικρίζοντας την Πήλο διακρίνεις το πανέμορφο λιμάνι της και τα γραφικά σπιτάκια της. Το λιμάνι της Πύλου θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια δυτικά της Πελοποννήσου.
Καλαμάτα – Σπάρτη μέσω Ταΰγετου
Μετά από μία μικρή μοτοσικλετιστική περιήγηση στα δρομάκια της πόλης σταματάμε σε μία καφετέρια στο λιμάνι για το πρωινό μας και ξεκινάμε αμέσως με επόμενο προορισμό την διαδρομή Καλαμάτα – Σπάρτη μέσω του επιβλητικού Ταΰγετου. Για να φτάσουμε Καλαμάτα διασχίσαμε τις πόλεις Μεθόνη – Φοινικούντα – Κορόνη – Πεταλίδι. Βγαίνοντας από την Καλαμάτα ακολουθήσαμε έναν επαρχιακό δρόμο και σε λίγο βρεθήκαμε να οδηγάμε μέσα στην διαδρομή του Ταΰγετου. Να σημειώσω στο σημείο αυτό ότι όπου και αν ρωτήσαμε πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι για τα ποια σημεία δεν έπρεπε να παραλείψουμε επ ουδενί στην Πελοπόννησο, όλοι μας απάντησαν την διαδρομή Καλαμάτα – Σπάρτη μέσω Ταΰγετου.

Η φυσική ομορφιά της περιοχής είναι απερίγραπτη. Πελώρια δέντρα, πυκνή βλάστηση, σημεία κατηφορικά όπου νοιώθεις να χάνεσαι μέσα στους πελώριους βράχους των γύρων βουνών και την παχιά σκιά των φυλλωσιών των δέντρων. Η διαδρομή ήταν τόσο όμορφη που οδηγούσα με το ένα χέρι ενώ με το άλλο κρατούσα την dslr φωτογραφική μου μηχανή την οποία είχα σε αυτόματο διάφραγμα/κλείστρο και τραβούσα διαρκώς φωτογραφίες. Τα απέραντα στενά στροφιλίκια αραδιάζονταν κάτω από τα πόδια μας σαν φίδι πληγωμένο έτοιμο να επιτεθεί και τα απέναντι βουνά γεμίζανε το οπτικό μας πεδίο με ιδιαίτερη χάρη.
Προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ήταν η εικόνα του Ταΰγετου πριν καεί σημαντικό μέρος αυτού και εκνευρίστηκα για την επιπολαιότητα, απληστία και προχειρότητα που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος.
Στην πορεία μας σταματήσαμε έξω από το σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα εκεί που, σύμφωνα με τον μύθο, οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα καχεκτικά ή ανάπηρα μωρά καθώς και τους αιχμάλωτους πολέμου και προδότες.
Σε αυτό το σημείο της διαδρομής, μας αποχαιρέτησε και ο Θάνος και αφού δόθηκαν οι «πατροπαράδοτες» υποσχέσεις για επόμενη συνάντηση μελλοντικά σε νέα διαδρομή αναχώρησε με το που φτάσαμε στη Σπάρτη για τον δρόμο της επιστροφής προς Αθήνα.
Σπήλαιο Δυρού
Φτάνοντας στη Σπάρτη, ξεκινήσαμε να κινούμαστε με πορεία προς τα Νότια με επόμενο προορισμό ένα από τα ωραιότερα σημεία του ταξιδιού, το σπήλαιο του Δυρού. Τα όσα ακούσαμε γι αυτό το σπήλαιο πριν ξεκινήσουμε δεν περιγράφονται: «Εμπειρία ζωής», «Αν πας Πελοπόννησο και δεν περάσετε από το Σπήλαιο Δυρού είναι σαν να μην πήγατε» «Είναι σαν να μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο» και άλλες αναφορές από διάφορες πηγές έκαναν το σπήλαιο αυτό απαραίτητο προορισμό στο ταξίδι μας.
Στη διαδρομή αυτή θαύμασα την εκπληκτική ποικιλία χρωμάτων που διαθέτει η Πελοπόννησος. Μέσα σε λίγες ώρες είχα μπει μέσα στα βουνά, δροσιστεί από ποταμούς, νιώσει την δροσερή σκιά των πελώριων δέντρων και την υγρασία της πυκνής βλάστησης αλλά και το απέραντο σεληνιακό τοπίο, τα ξερά και κακοτράχαλα βουνά, την ξηρασία και την ερημιά.
Το Σπήλαιο του Δυρού βρίσκεται στο μεσαίο πόδι της Πελοποννήσου, στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης, σε μία παραλιακή τοποθεσία που σαφώς υποδέχεται χιλιάδες επισκέπτες όλο τον χρόνο που ανυπομονούν να θαυμάσουν το ωραιότερο λιμναίο σπήλαιο του κόσμου.
Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνεις ότι η εμπειρία αυτή θα αποτυπωθεί οπωσδήποτε στη μνήμη σου. Το να περνάς μέσα από ένα σπήλαιο, στα βάθη της γης, πάνω σε μία βαρκούλα, σχεδόν αιωρούμενος από την διαύγεια των υδάτων και την αντανάκλαση σταλακτιτών πάνω σε αυτό, προκαλεί όλες σου τις αισθήσεις και σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο. Ξεκινώντας την περιήγηση μέσα στο σπήλαιο μια ανατριχίλα διαπέρασε όλο μου το σώμα.

Η εικόνα έμοιαζε εκπληκτικά με τις μυθολογικές αφηγήσεις για τον βαρκάρη Χάρων και το πέρασμα στον Άδη. Ο βαρκάρης όρθιος πάνω στο μικρό βαρκάκι, με το κουπί να ταράζει τα ήρεμα, σχεδόν νεκρικά ύδατα, με κινήσεις αργές και «αιώνιες» να μας οδηγεί όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του σπηλαίου. Ο ήχος του κουπιού και των ταραγμένων υδάτων αντανακλώμενος πάνω στα βαριά πετρώματα συνέθετε την μουσική πανδαισία του σκότους και οι βράχοι σχημάτιζαν τρομακτικές εικόνες βγαλμένες από σουρεαλιστική ταινία τρόμου του Dario Argento.

Ένα σκοτεινό και υγρό σπήλαιο στο οποίο το μάτι δεν χορταίνει να παρακολουθεί με θαυμασμό το τι απλόχερα του έχει προσφέρει η φύση. Μια διαδρομή δαιδαλώδης, με τμήματα του σπηλαίου άλλα να θυμίζουν τεράστιες φωτεινές αίθουσες και άλλα μικρά και σκοτεινά, υγρά κελιά θανάτου προκαλώντας συναισθήματα κλειστοφοβικά. Το γεγονός ότι κινείσαι πάνω στην λίμνη δεν μπορεί παρά να γιγαντώσει την ομορφιά του τοπίου. Οι αντανακλάσεις ήχου και φωτός, ο παφλασμός, οι τεράστιοι σταλαγμίτες και σταλακτίτες, οι χρωματισμένοι βράχοι, τα διαφορετικά στοιχεία και συστατικά του εδάφους, η σκληράδα της γης μπροστά στα μάτια σου και ταυτόχρονα η απέραντη τιμή του να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα δημιούργημα που χρειάστηκε αιώνες να περάσουν μέχρι να ολοκληρωθεί και πολλοί ακόμα μέχρι να ανακαλυφτεί και να αξιοποιηθεί από τον άνθρωπο. Ένα δημιούργημα που συνεχώς λαξεύεται από τον μεγάλο αρχιτέκτονα της φύσης και αενάως διαμορφώνεται και παραλλάσσεται.
Μάνη
Η Μάνη είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές περιοχές της Πελοποννήσου. Τραχεία και σκληρή, ξερή και ανεμώδης, η Μάνη ένα τεράστιο χωνευτήρι αγώνων, θυσιών και λεβεντιάς σε καλεί να την εξερευνήσεις πάντα με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Κάθε σημείο της Μάνης σου μιλάει μέσα στην καρδιά σου. Ίσως επειδή γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω στην Κρήτη να επηρεάζει την οπτική μου αλλά οι εικόνες αυτές μου ήταν πολύ γνώριμες και κάποιες στιγμές νόμιζα ότι οδηγούσα στην Κρήτη. Το «καθαρό» και «λιτό» τοπίο στοιχειωμένο από Κάστρα και πέτρινα αρχοντικά, ξερολιθιές, ελαιόδεντρα, θυμάρια και φραγκοσυκιές χαλαρώνουν το σώμα και οι ανακατεμένες μυρωδιές των αρωματικών φυτών και βοτάνων της γης μαζί με τον θαλασσινό αγέρα που αποπνέει από τα σκασμένα στα φονικά βράχια της Μάνης κύματα καθαρίζουν το μυαλό σου από κάθε έγνοια και προβληματισμό. Μεταφέρεσαι σε ένα επίπεδο του μυαλού όπου η απλότητα δεν υστερεί αλλά απεναντίας σκιαγραφεί τον δρόμο προς την τελειότητα.

“Περαστικός βλέπεις τη Μάνη σε τρεις μέρες, περπατητής σε τρεις μήνες και για να δεις την ψυχή της θέλεις τρεις ζωές. Μια για τη θάλασσα, μια για τα βουνά της και μια για τους ανθρώπους της” λέει ένα ρητό για την περιοχή αυτή και δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω καθόλου. Η διαδρομή που ακολουθήσαμε από τον Δηρό μέχρι τα Βάθεια, προσφέρει θέα που μόνο οι θεοί απολαμβάνουν ενώ σε κάποια σημεία θαρρείς ότι πετάς σαν αετός και παρατηρείς από ψηλά τα ακρωτήρια και τους κόλπους, τα βράχια τα μαύρα της θαλάσσης, τις ψαρόβαρκες και τα καΐκια, ο άνεμος σου τραγουδά και εξιστορεί τους αγώνες και τις θυσίες των Μανιατών. Την λεβεντιά τους και την ανδρεία τους. Τους πόνους και τις χαρές τους.

Με αργό αλλά σταθερό ρυθμό συνεχίζουμε την πορεία μας προς Γύθειο όπου και κάνουμε μία στάση για καφέ στο λιμάνι ώστε να συζητήσουμε για το που θα μείνουμε στη Μονεμβασιά, τον επόμενο μας προορισμό. Η πρώτη σκέψη ήταν να μείνουμε σε σκηνή αλλά αποφασίσαμε να πάρουμε τηλέφωνα στα ξενοδοχεία της Μονεμβασιάς και αν οι τιμές βρίσκονται σε λογικά επίπεδα να κλείσουμε δωμάτια.

Πίνοντας λοιπόν τον καφέ μας και ψάχνοντας στο gps την βάση δεδομένων για τους ξενώνες της περιοχής ξεκινήσαμε να παίρνουμε τηλέφωνα. Αμέσως καταλάβαμε ότι οι τιμές ήταν ιδιαιτέρως χαμηλές και δεν άξιζε τον κόπο να μείνουμε σε σκηνή. Κλείσαμε τηλεφωνικώς έναν ξενώνα πάνω στον βράχο της Μονεμβασιάς, μέσα στο κάστρο, με 80 ευρώ για τα 3 άτομα μαζί με πρωινό. Καθόλου άσχημα.

Στη Μονεμβασιά φτάσαμε αργά το βράδυ αφού από το Γύθειο κατηφορίσαμε μέχρι τα Βιγκλάφια το χωριό που βρίσκεται απέναντι από τον δημοφιλή προορισμό «Ελαφόνησος» για να ρίξουμε μια ματιά από απέναντι. Σαφώς, η Ελαφόνησος είναι μία μοναδική τοποθεσία αλλά δυστυχώς δεν είχαμε τον χρόνο για καραβάκι και για να περάσουμε μία μέρα εκεί. Την επόμενη φορά σίγουρα.
Μονεμβασιά
Το βράδυ στη Μονεμβασιά ήταν ήσυχο. Ντουζ, φαγητό σε ένα σουβλατζίδικο έξω από τον βράχο (όλες οι ταβέρνες ήταν κλειστές!!), επιστροφή στο δωμάτιο και ύπνος βαρύς μέχρι το επόμενο πρωινό. Το ξύπνημα μέσα στη Μονεμβασιά διεγείρει την φαντασία, ειδικά σε εμάς που ουσιαστικά ξυπνήσαμε μέσα σε ένα μεσαιωνικό χώρο αφού το βράδυ από την κούραση και την νύστα λίγα καταφέραμε να δούμε. Ο βράχος της Μονεμβασιάς σχηματίστηκε μετά από έναν μεγάλο σεισμό το 375 μ.Χ. που οδήγησε στην καθίζηση του ακρωτηρίου για να παραμείνει μόνο η κορυφή ενός βουνού γνωστό σήμερα και σαν Μονεμβασιά.

Η λέξη σημαίνει «μία είσοδος» μιας και για να φτάσεις στο νησί ο μόνος τρόπος είναι από τη στενή γέφυρα που ενώνει τα δύο γεωγραφικά σημεία. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίζει και το απόρθητο της Μονεμβασιάς γι αυτό εξάλλου και είναι γεμάτη με τείχη και φρούρια. Ο βράχος είναι χέρσος και όλα τα σπίτια που κατασκευάστηκαν πάνω εκεί από αρχαίων χρόνων είχαν απαραιτήτως και μία στέρνα από την οποία συλλέγανε το ύδωρ της βροχής σαν μοναδική πηγή πόσιμου νερού.
Περπατώντας στα στενά σοκάκια της Μονεμβασιάς μεταφέρεσαι σε μία διαφορετική χρονική περίοδο της ανθρωπότητας. Ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο πάνω στον βράχο της Μονεμβασιάς που ο Καζαντζάκης παρομοίασε όταν τον αντίκρισε ως ’’ένα φοβερό θεριό που ενέδρευε ξαπλωμένο μέσα στο νερό”. Την εποχή που επισκεφτήκαμε εμείς την Μονεμβασιά ο κόσμος ήταν ελάχιστος και αυτό συνετέλεσε ακόμα περισσότερο στο να γνωρίσουμε καλύτερα τον βράχο και να περπατήσουμε ανέμελα και ήρεμα πάνω σε αυτόν.
Ξεκινάμε λίγο πριν το μεσημέρι για το τελευταίο μέρος του ταξιδιού μας. Για την τέταρτη μέρα είχαμε προγραμματίσει να περάσουμε από την διαδρομή Κοσμάς – Λεωνίδιο – Άστρος – Ναύπλιο – Επίδαυρος – Κόρινθος – Πειραιάς.

Η διαδρομή από Κοσμά ως Άστρος προσφέρει ατελείωτη οδηγική ευχαρίστηση μιας και ο δρόμος και το τοπίο δένουν υπέροχα και ξεκουράζουν αντί να κουράζουν τον αναβάτη. Η οδήγηση σε αργές ταχύτητες κουράζει το σώμα, σε γρήγορες κουράζει το μυαλό. Όταν όμως κινείσαι με μία μέση ταχύτητα σε δρόμους με καλή πρόσφυση, σωστές κλίσεις και με όμορφη θέα τότε ο έμπειρος μοτοσικλετιστής μπορεί να οδηγεί για ώρες ατελείωτες καταπίνοντας το ένα χιλιόμετρο μετά το άλλο.

Η συγκεκριμένη διαδρομή χαρακτηρίζεται από έναν δρόμο Α ποιότητας, με μεγάλο πλάτος, εκπληκτική πρόσφυση, άψογες κλίσεις και εκπληκτική σχεδίαση. Είναι ανηφορικός πάνω σε πλαγιά βουνού, η θερμοκρασία ιδανική με άφθονη δροσιά από την πλούσια βλάστηση και τα μεγάλα δέντρα ενώ η θέα κόβει την ανάσα σε κάθε κορυφή της στροφής, όταν το μάτι για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου συναντιέται με το κενό. Σαν μικρά παιδιά, εγώ, ο Μανώλης και ο Αλέξης, προσπερνούσαμε ο ένας τον άλλο και «παίζαμε» με τις μηχανές μας και τον δρόμο, πάντα μέσα στα όρια ασφαλείας που η εμπειρία και οι παραστάσεις που έχουμε βιώσει οδηγώντας χρόνια μοτοσικλέτα έχουν καθορίσει.

Φτάνοντας στον Κοσμά σταματάμε στην πλατεία του χωριού κάτω από την εκκλησία και δίπλα σε έναν τεράστιο Πλάτανο με παχύ ίσκιο για να πιούμε τον πρώτο καφέ της ημέρας αφού το πρωινό που είχαμε στη Μονεμβασιά διέθετε μονάχα «καραβίσιο» καφέ. Η διαφορά θερμοκρασίας από την Μονεμβασιά μέχρι τον Κοσμά ήταν παραπάνω από αισθητή. Φεύγοντας από την Μονεμβασιά θέλαμε να τα πετάξουμε όλα και να οδηγάμε με κοντομάνικο από την ζέστη που είχε. Σταματώντας όμως στον Κοσμά, ήπιαμε τον καφέ μας φορώντας πλήρη εξάρτηση και με μπαλακλάβα στον λαιμό.
Δημοφιλής προορισμός απ’ ότι φάνηκε ήταν και ο Κοσμάς αφού στα λίγα λεπτά που κάτσαμε στη μικρή πλατεία περάσανε από μπροστά μας διάφορες κυρίες με τις Πόρσε τους, τροχόσπιτα πολυτελείας με δορυφορικά πιάτα, και άλλα οχήματα που κοστίζανε το ένα όσο όλες οι μοτοσικλέτες μας μαζί και με ό,τι κουβαλούσαμε πάνω μας χωρίς όμως να είμαι τόσο σίγουρος για το αν χάρηκαν και την διαδρομή τόσο όσο εμείς.

Μετά τον Κοσμά ξεκινάει η κατάβαση μέχρι το Λεωνίδιο και το Άστρος σε μία εξίσου όμορφη διαδρομή ιδίων χαρακτηριστικών με την προηγούμενη μέχρι που καταλήγει σε δρόμο στενό παραλιακό με όμορφη θέα στη θάλασσα και τους λουόμενους της περιοχής. Πριν καλά καλά το καταλάβουμε βρισκόμαστε έξω από το Ναύπλιο και θαυμάζουμε το Μπούρτζι, το μικρό φρούριο που βρίσκεται πάνω στην ομώνυμη χερσονησίδα. Περνάμε μέσα από τα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης με προορισμό το φρούριο Παλαμήδι που δεσπόζει στην πόλη και φωτογραφίες από εκεί του φρουρίου Μπούρτζι καθώς και για μία σύντομη στάση για τσιγάρο και ολιγόλεπτη ξεκούραση.

Καθήμενοι μπροστά από το φρούριο Παλαμήδι και κοιτώντας το Μπούρτζι συζητήσαμε για την μικρή αυτή εκδρομή μας και για το πόσο γρήγορα πέρασαν οι μέρες. Μας είχε μείνει ακόμα να δούμε το θέατρο της Επιδαύρου και χωρίς να χρονοτριβούμε ξεκινήσαμε για τον τελευταίο μας προορισμό.
Το θέατρο της Επιδαύρου
Το θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο του Ασκληπιείου και έχει ενταχθεί στα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco. Ένα από τα εντυπωσιακότερα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα με μια μικρή ιστορικά χρονική περίοδο όπου έπαυσε τις λειτουργίες του και χάθηκε θαμμένο και ελαφρώς λεηλατημένο από διάφορες φυλές.

Μπαίνουμε πρώτα στην πόλη της Επιδαύρου όπου σταματάμε για φαγητό και καφέ και μετά από λίγη ώρα ξεκινάμε για το θέατρο το οποίο και βρίσκουμε εύκολα. Η πρώτη εντύπωση που αποτυπώνεται στο μυαλό συναντώντας το αρχαίο αυτό μνημείο που διατηρείται μέχρι και σήμερα σε εξαίρετη κατάσταση είναι θυελλώδης. Η περιοχή, τα μάρμαρα αυτά, το θέατρο, τα δέντρα, τα γύρω μνημεία είναι ποτισμένα με αναμνήσεις, νοιώθεις ακόμα την ενέργεια των ανθρώπων που έλαβαν μέρος στις αρχαίες τελετουργίες των Ασκληπιείων εορτών.
Ο χώρος ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ιερά της αρχαιότητος όπου ναοί, θέατρο, λουτρό, αθλητικές εγκαταστάσεις κτλ απλώνονταν σε μια στενή ορεινή κοιλάδα. Η λατρεία του Ασκληπιού πλαισιωνόταν με αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες καθώς και από παραστάσεις δράματος. Τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή του ιατρού Θεού παρακολουθούσαν ασθενείς και προσκυνητές της εποχής.

Περπατώντας γύρω από το θέατρο και πάνω στο κοίλο του θεάτρου το οποίο βρίσκεται αριστοτεχνικά προσαρμοσμένο στη φυσική κοιλότητα της πλαγιάς του όρους Κυνόρτιο βιώνεις τις χαρές και λύπες της εποχής. Τα γέλια και φωνές των παιδιών, γέρους ανθρώπους, αρρώστους και λαβωμένους να προσκυνούν και να παρακολουθούν τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του θεραπευτή θεού Ασκληπιού.
Κάθομαι σε μία από τις θέσεις του θεάτρου και θαυμάζω την μεγαλειότητα της κατασκευής. Το λευκό μάρμαρο λάμπει κάτω από τον δυνατό ήλιο και η ηχητική και ακουστική του χώρου είναι μοναδική. Πολλοί μεγάλοι ηθοποιοί έχουν ακούσει το θερμό χειροκρότημα των θεατών σε αυτό το πανέμορφο θέατρο όταν από το έτος 1932 και μετά (έτος ίδρυσης Εθνικού Θεάτρου) ξεκινά δειλά η λειτουργία των αρχαίων υπαίθριων θεάτρων.
Λίγες ώρες πριν την αναχώρηση του πλοίου της ΑΝΕΚ για Χανιά ξεκινάμε από την Επίδαυρο για την επιστροφή μας στο λιμάνι του Πειραιά. Στο πλοίο μέσα εγώ και οι φίλοι μου συζητήσαμε για αυτή την εκδρομή. Φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι πάντα πρέπει να εκμεταλλευόμαστε όσο χρόνο έχουμε στη διάθεσή μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πριν ξεκινήσουμε σκεφτόμασταν ότι 3-4 μέρες ίσως να μην είναι αρκετές. Σίγουρα όμως είναι περισσότερες από καμία μέρα. Οι εικόνες που είδαμε, τα μέρη που επισκεφτήκαμε, η οδήγηση που απολαύσαμε μας χάρισε πολλές ιστορίες για να διηγούμαστε στους φίλους και συγγενείς μας και μας δυναμώνει για την περαιτέρω αναζήτηση νεώτερων περιπετειών. Η Πελοπόννησος είναι μία μοναδική τοποθεσία σπαρμένη με ιστορίες και θυσίες, με συνεχής εναλλαγή παραστάσεων και συνηθειών, πλούσια ήθη και έθιμα και ωραίους, φιλόξενους ανθρώπους. Ανεπιφύλακτα προτείνουμε να την επισκεφτείτε και να την χαρείτε ιδιαίτερα την Άνοιξη και το Φθινόπωρο που η φύση κάνει εντονότερη την παρουσία της.
Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες που τράβηξα σε αυτό το ταξίδι ζω ξανά κάθε στιγμή, όπως συμβαίνει άλλωστε και σε κάθε άλλο ταξίδι με μοτοσικλέτα ενώ σιωπηρά προετοιμάζομαι για την επόμενη μας εξόρμηση. Τσεχία, Πολωνία, Σλοβενία ή Εύβοια; Τι ωραίο που είναι το ταξίδι με τους δύο τροχούς…

Δεν υπάρχουν σχόλια: