Του Λεφτέρη Μπαρδάκου
Τη βροχή την καλέσανε στον γάμο και δε δέχτηκε. «Όχι δα!... αστειεύεστε;» είπε. «Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι; Όχι, να σας χαρώ, δεν έρχομαι – δεν! Αφήστε με, πάω σε δουλειά».
«Μπα!... Και σαν τι δουλειά έχεις εσύ, στρίγκλα;» της είπαν.
«Χάι χάι! Σαν τι δουλειά; Να, πάω να πνίξω κάτι σοδειές εδώ κάτου στον βάλτο».*
Έτσι μας προέκυψε. Δεν ήθελε ν’ ακούσει για γάμους και πανηγύρια (η βροχή εννοώ) κι έκανε πρώτα μια βόλτα γύρω στον βάλτο, μετά έπιασε τον κάμπο και πλημμύρισε τις πορτοκαλιές και τέλος το γύρισε και μέσα στην πόλη. «Πάω να κάνω τη βόλτα μου στις νότιες άκρες της πόλης», μουρμούρισε η στρίγκλα, «εκεί που άλλοτε ήμουν ο τρόμος και ο φόβος. Τώρα, το ξέρω, δεν έχουν ανάγκη, έχουν φτιάξει έργα, έχουν πλατύνει την κοίτη του Ξηριά μου, έχουν επιχωματώσει τους χειμάρρους μου, έχουν χώσει στο χώμα αγωγούς, ουου! αγωγούς για όμβρια να δουν τα μάτια σου, δεν έχουν ανάγκη».
Και την έκανε τη βόλτα της. Κι όσο να πεις, δε μας έπνιξε η στρίγκλα. Το πρωί που έφευγα για το σχολείο, μια ησυχία παντού, κλειστά τα μαγαζιά, κλειστοί κι οι άνθρωποι, α! αυτό ήταν, είπα, δεν τα κατάφερε (η βροχή εννοώ). Το μεσημέρι που επέστρεφα, όμως, ορθάνοιχτα τα πάντα, με τρόμπες και με αντλίες να προσπαθούν όλοι να τη βγάλουν από τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, από τα υπόγεια κι από τα χωράφια τους. Εκεί, στις νότιες και ανατολικές παρυφές της πόλης, εκεί που πονάει ο κοσμάκης, εκεί πήγε η άτιμη. Κι οι δρόμοι λάσπη και βράχια, κι οι άνθρωποι βουτηγμένοι μέχρι το γόνατο να διώχνουν το νερό. Κι είχε το βράδυ -λες και το ’ξερε- μια ταινία καταστροφής η τηλεόραση, είπα να μην τη δω και αγριέψω κι εγώ καθώς αγρίευε και έκλεινε έξω από το παράθυρο η άλλη κουρτίνα.
Έτσι γύρισα στο τοπικό κανάλι, είδα τον δήμαρχο μούσκεμα να παλεύει με τα στοιχειά, είπα εντάξει, όπως μας έσωσε από τις φωτιές το καλοκαίρι έτσι θα μας σώσει κι από τον κατακλυσμό τώρα τον χειμώνα. Κι όταν τον άκουσα να φωνάζει ότι η νύχτα θα είναι μακρά και να μην κυκλοφορούμε ασκόπως στους δρόμους, είναι αυτός εκεί μαζί με τη δημοτική μηχανή και όλους όσοι εργάζονται σ’ αυτήν, όλοι θα βρίσκονται έξω αυτή τη μακρά νύχτα, ησύχασα, είπα δημοτική μηχανή είναι αυτή, δεν παίζεται, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε.
Έλα όμως που ο άνθρωπος, όσα και να λέει, όσα και να κάνει, το μόνο που καταφέρνει τελικά είναι να αποδεικνύει την αδυναμία του μπροστά στη φύση. Το νερό στο τέλος θα βρει τη χαραγματιά, θα ανακαλύψει τη ρωγμή, θα δημιουργήσει το άνοιγμα και θα εισβάλλει. Το απέδειξε στη Ρόδο, το δείχνει και στο Άργος. Έφαγε τη μάντρα σιγά-σιγά, στο τέλος τη σώριασε, έσπασε και το μικρό παράθυρο του υπογείου και μπήκε μέσα στο μικρό διαμέρισμα ακάθεκτο. Η Ρόζα είχε έρθει την Πέμπτη, μετά από σύντομη παραμονή στην πατρίδα της τη Σερβία, ξανά στην Ελλάδα και στην πόλη που αγαπάει. Εδώ που εργαζόταν για να συντηρεί το παιδί και τα πεθερικά στην πατρίδα της. Δεν μπορώ να σκεφτώ τις τελευταίες στιγμές της στο στενό υπόγειο.
Ό,τι κι αν έκαναν όλη τη μακρά νύχτα ήταν άκαρπο. Δεν μπόρεσαν να την απεγκλωβίσουν.
Η Ρόζα θα μείνει για πάντα εδώ, στο Άργος.
*Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου